Εξορύξεις υδρογονανθράκων: Μια κριτική μέσα από το πρίσμα της Αποανάπτυξης
Με τον όρο αποανάπτυξη, εννοούμε μια μορφή της κοινωνίας και της οικονομίας που στοχεύει στην ευημερία όλων και διατηρεί τη φυσική βάση για τη ζωή. Για να επιτύχουμε την αποανάπτυξη, χρειαζόμαστε ένα θεμελιώδη μετασχηματισμό των ζωών μας και εκτεταμένη πολιτισμική αλλαγή. Το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό παράδειγμα είναι αυτό του “πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο μακριά”. Είναι χτισμένο πάνω και παρακινεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό προκαλεί επιτάχυνση, στρες και αποκλεισμό. Η οικονομία μας καταστρέφει τη φυσική βάση της ζωής. Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι κοινές αξίες της κοινωνίας της αποανάπτυξης θα πρέπει να είναι η φροντίδα, η αλληλεγγύη και η συνεργασία. Η ανθρωπότητα πρέπει να εκλάβει τον εαυτό της ως μέρος του πλανητικού οικολογικού συστήματος. Μόνο με αυτό το τρόπο, μια αυτοπροσδιοριζόμενη ζωή με αξιοπρέπεια για όλους και όλες μπορείς να γίνει δυνατή.
– Ορισμός της αποανάπτυξης από την πλατφόρμα degrowth.info
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αποτελούν έναν κρίσιμο παράγοντα της παγκόσμιας καπιταλιστικής επέλασης. Ωστόσο, η αυξημένη ζήτηση για ενέργεια έχει οδηγήσει σε εντατικοποίηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, προκαλώντας σοβαρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιλαμβάνουν τη ρύπανση των υδάτων, την καταστροφή οικοσυστημάτων και την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ οι κοινωνικές επιπτώσεις επηρεάζουν αρνητικά τις τοπικές κοινότητες και ιδιαίτερα τις αυτόχθονες πληθυσμιακές ομάδες.
Η αποανάπτυξη, ως εναλλακτική προσέγγιση στην παραδοσιακή οικονομική ανάπτυξη, προτείνει τη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης με σκοπό την επίτευξη μιας βιώσιμης και δίκαιης κοινωνίας (Kallis, 2018). Αυτή η θεωρία υπογραμμίζει την ανάγκη για μια αναθεώρηση των αξιών της σύγχρονης κοινωνίας, προωθώντας την αυτάρκεια, την αλληλεγγύη και την προστασία του περιβάλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποανάπτυξη τονίζει τη σημασία της ανανεώσιμης ενέργειας και των τοπικών οικονομιών ως μέσων για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Αυτό το άρθρο αναλύει τις εξορύξεις υδρογονανθράκων μέσα από τη θεωρία της αποανάπτυξης, εξετάζοντας τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις τους και προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις που προάγουν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα από τη διερεύνηση των προτάσεων της αποανάπτυξης, το άρθρο αναδεικνύει τη σημασία της μείωσης της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες, την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών ως βασικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η θεωρία της αποανάπτυξης προέκυψε ως απάντηση στην περιβαλλοντική κρίση και την κοινωνική ανισότητα που προκάλεσε η οικονομική ανάπτυξη (Latouche, 2013). Η βασική ιδέα της αποανάπτυξης είναι η αναγνώριση των ορίων της ανάπτυξης και η προώθηση μιας οικονομίας η οποία δεν βασίζεται στη συνεχή αύξηση του ΑΕΠ, αλλά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας (Kallis et al., 2020). Ο Serge Latouche, ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της αποανάπτυξης, επισημαίνει ότι η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη είναι ασύμβατη τόσο με τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, όσο και με την κοινωνική δικαιοσύνη (Latouche, 2013).
Οι βασικές αρχές της αποανάπτυξης περιλαμβάνουν την επανεξέταση των αξιών της σύγχρονης κοινωνίας, την προώθηση της λιτότητας, την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και την αποσύνδεση της ευημερίας από την οικονομική ανάπτυξη. Ο Latouche (2013), υποστηρίζει ότι η σύγχρονη οικονομία είναι βασισμένη σε μια απεριόριστη επιθυμία για κατανάλωση και παραγωγή, η οποία οδηγεί σε περιβαλλοντική υποβάθμιση και κοινωνική ανισότητα. Η αποανάπτυξη προτείνει μια επιστροφή σε μια πιο απλή και βιώσιμη καθημερινότητα, όπου η ποιότητα της ζωής δεν καθορίζεται από την υλική αφθονία αλλά από την προσωπική ευημερία και την κοινωνική συνοχή. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτά, έχει προτείνει ένα πλαίσιο για την αποανάπτυξη που βασίζεται σε οκτώ βασικές αρχές, γνωστές και ως «τα 8 R». Αυτές οι αρχές προτείνουν ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης από το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, προωθώντας τη μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγής προς όφελος της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές είναι:
- Επαναξιολόγηση (Réévaluer): Aφορά την αναθεώρηση των αξιών μας και την αλλαγή της νοοτροπίας που στηρίζεται στην ατέρμονη οικονομική ανάπτυξη και κατανάλωση. Πρέπει να δώσουμε έμφαση στην ποιότητα ζωής, την ευημερία και την οικολογική ισορροπία αντί για τη συνεχή οικονομική μεγέθυνση.
- Αναπροσανατολισμός (Reconceptualiser): Ο αναπροσανατολισμός αφορά την αλλαγή των προτεραιοτήτων μας και την αναδιοργάνωση της κοινωνίας γύρω από νέες αξίες και στόχους. Αυτό περιλαμβάνει την αποσύνδεση της ευημερίας από την υλική κατανάλωση και την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών σε όλους τους τομείς της ζωής.
- Αναδόμηση (Reconstructurer): Η αναδόμηση περιλαμβάνει την αναδιαμόρφωση των παραγωγικών και καταναλωτικών συστημάτων για να μειωθεί η περιβαλλοντική επιβάρυνση και να αυξηθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό, στην περίπτωσή μας, σημαίνει τη μετάβαση από μια οικονομία βασισμένη στους υδρογονάνθρακες σε μια οικονομία βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
- Μείωση (Réduire): Η μείωση αφορά στη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης ώστε να μειωθεί η περιβαλλοντική επιβάρυνση και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των φυσικών πόρων. Αυτό σημαίνει λιγότερη σπατάλη και πιο συνειδητή κατανάλωση.
- Επαναχρησιμοποίηση (Réutiliser): Η επαναχρησιμοποίηση περιλαμβάνει την προώθηση της χρήσης προϊόντων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μέσω της επισκευής, ανακατασκευής και επαναχρησιμοποίησης, μειώνοντας την ανάγκη για νέα προϊόντα και κατασπατάληση φυσικών πόρων.
- Ανακύκλωση (Recycler): Η ανακύκλωση αφορά την επεξεργασία και επαναχρησιμοποίηση αποβλήτων για την παραγωγή νέων προϊόντων. Αυτό βοηθά στη μείωση της ποσότητας των απορριμμάτων και στη διατήρηση των φυσικών πόρων.
- Επανεγκατάσταση (Relocaliser): Η επανεγκατάσταση ενθαρρύνει την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών και τη μείωση της εξάρτησης από τις παγκόσμιες αγορές. Η προώθηση της τοπικής παραγωγής και κατανάλωσης μειώνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μεταφορών (οικολογικό αποτύπωμα) και ενισχύει την τοπική οικονομία και κοινότητα.
- Αναδιανομή (Redistribuer): Η αναδιανομή περιλαμβάνει την ανακατανομή του πλούτου και των πόρων για να μειωθούν οι ανισότητες και να διασφαλιστεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει μια πιο δίκαιη κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι όλοι έχουν πρόσβαση στα αγαθά εκείνα τα οποία είναι απαραίτητα για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων – όπως ειπώθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου – έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, οι οποίες στη συντριπτική πλειοψηφία υπερβαίνουν τα οφέλη που παρέχουν. Η κριτική της αποανάπτυξης εστιάζει στις αρνητικές συνέπειες αυτής της πρακτικής και στην ανάγκη για μια πιο βιώσιμη και δίκαιη προσέγγιση στην ενεργειακή πολιτική.
Α) Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων περιλαμβάνουν τη μόλυνση των υδάτων, την καταστροφή οικοσυστημάτων και την έκλυση αερίων του θερμοκηπίου. Οι διαρροές πετρελαίου, για παράδειγμα, έχουν καταστροφικές συνέπειες για τη θαλάσσια ζωή και τα παράκτια οικοσυστήματα (Jernelöv, 2010). Επιπλέον, η έκλυση μεθανίου κατά τη διαδικασία εξόρυξης και μεταφοράς του φυσικού αερίου συμβάλλει σημαντικά στην κλιματική αλλαγή (Howarth, 2014).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των επιπτώσεων αυτών είναι η πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού. Η καταστροφική πετρελαιοκηλίδα συνέβη το 2010 μετά την έκρηξη της πλατφόρμας Deepwater Horizon, η οποία ανήκε στη BP (British Petroleum). Το ατύχημα προκάλεσε τη διαρροή εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου στη θάλασσα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον.
Η μόλυνση των υδάτων από την πετρελαιοκηλίδα κάλυψε μια τεράστια θαλάσσια έκταση, τα παράκτια οικοσυστήματα υπέστησαν σοβαρές ζημιές από το πετρέλαιο και πολλά είδη θαλάσσιων οργανισμών, όπως τα ψάρια, τα θαλασσοπούλια και οι θαλάσσιες χελώνες, επηρεάστηκαν άμεσα από τη μόλυνση. Οι τοξικές ουσίες του πετρελαίου προκάλεσαν πέρα από θάνατο και αναπαραγωγικά προβλήματα σε πολλά είδη. Επιπλέον, η καύση του πετρελαίου και οι διαδικασίες καθαρισμού απελευθέρωσαν μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, συμβάλλοντας έτσι στην κλιματική αλλαγή.
Το ατύχημα της Deepwater Horizon αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά ατυχήματα στην ιστορία και υπογραμμίζει τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι εξορύξεις υδρογονανθράκων στο περιβάλλον. Οι ενέργειες για την αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών συνεχίζονται εδώ και χρόνια, αλλά οι μακροπρόθεσμες συνέπειες παραμένουν.
Πέρα όμως από τις περιπτώσεις ατυχημάτων, η αποανάπτυξη υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων είναι ασύμβατη με την ανάγκη για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προστασία του περιβάλλοντος. Η αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων οδηγεί σε εξάντληση των αποθεμάτων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, απειλώντας τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και την υγεία των ανθρώπινων κοινοτήτων (Latouche, 2013).
Β) Κοινωνικές Επιπτώσεις
Οι κοινωνικές επιπτώσεις από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων είναι εξίσου σημαντικές. Οι τοπικές κοινότητες συχνά εκτοπίζονται για να γίνει χώρος για τις εξορύξεις, χάνοντας την πρόσβαση σε παραδοσιακές πηγές εισοδήματος και γης (Lertzman & Vredenburg, 2005). Η οικονομική ανισότητα εντείνεται καθώς τα οφέλη από τις εξορύξεις συσσωρεύονται στους επενδυτές και τις μεγάλες εταιρείες, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις πλήττουν κυρίως τις τοπικές και αυτόχθονες κοινότητες (Bebbington et al., 2008).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάσταση στην Αμαζονία στην Κολομβία, όπου η εξόρυξη πετρελαίου έχει οδηγήσει σε σημαντικές κοινωνικές αναταραχές. Οι τοπικές κοινότητες, κυρίως οι αυτόχθονες φυλές που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αμαζονίας, έχουν εκτοπιστεί για να ανοίξει ο δρόμος για τις εξορύξεις. Αυτές οι κοινότητες χάνουν την πρόσβαση στις παραδοσιακές πηγές εισοδήματος, όπως το κυνήγι, η αλιεία και η γεωργία, και η ποιότητα της γης τους υποβαθμίζεται.
Επιπλέον, η οικονομική ανισότητα εντείνεται καθώς τα οφέλη από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων συσσωρεύονται στους επενδυτές και τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, ενώ οι τοπικές κοινότητες που βιώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις, όπως η ρύπανση του περιβάλλοντος και η καταστροφή των οικοσυστημάτων τους, δεν βλέπουν ανάλογα οικονομικά οφέλη. Οι επιπτώσεις της μόλυνσης και της αλλαγής του τοπικού περιβάλλοντος δημιουργούν περαιτέρω προκλήσεις για την υγεία και την ευημερία αυτών των κοινοτήτων.
Το παράδειγμα της Αμαζονίας δείχνει έτσι ότι οι εξορύξεις δεν επηρεάζουν μόνο το περιβάλλον, αλλά και την κοινωνική και οικονομική ισορροπία των τοπικών κοινοτήτων. Η αποανάπτυξη προτείνει μια πιο δίκαιη κατανομή των πόρων και την ενίσχυση των τοπικών πληθυσμών. Η ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας και η προώθηση των τοπικών οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία πιο ανθεκτικών και αυταρκών κοινοτήτων, μειώνοντας την εξάρτηση από τις εξορύξεις και τις μεγάλες εταιρείες (Latouche, 2013).
Γ) Αναθεώρηση των οικονομικών μοντέλων
Η αποανάπτυξη καλεί λοιπόν για μια ριζική αναθεώρηση των οικονομικών μοντέλων ανάπτυξης, απομακρυνόμενη από την παραδοσιακή αντίληψη της συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης και στρεφόμενη προς την αειφορία και την κοινωνική δικαιοσύνη (D’Alisa et al., 2015). Η υιοθέτηση νέων μοντέλων που προάγουν τη συλλογική ευημερία και τη βιωσιμότητα είναι απαραίτητη για την επίτευξη μιας τέτοιας ισορροπημένης και δίκαιης κοινωνίας.
Η βασική ιδέα πίσω από αυτό είναι ότι η συνεχής οικονομική μεγέθυνση δεν είναι δυνατόν να είναι βιώσιμη και δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον στον περιορισμένο πλανήτη μας. Αντίθετα, η αποανάπτυξη προτείνει ότι η ποιότητα ζωής και η βιωσιμότητα πρέπει να τίθενται σε προτεραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τα οικονομικά μοντέλα μας για να επικεντρωθούμε σε μια καλύτερη κατανομή των πόρων, τη μείωση της κατανάλωσης και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Για παράδειγμα η Som Energía (Είμαστε Ενέργεια) είναι ένας συνεταιρισμός καταναλωτών πράσινης ενέργειας που ιδρύθηκε το 2010 στη Χιρόνα της Ισπανίας και έχει κερδίσει σημαντική αναγνώριση για την αυτοοργανωμένη προσέγγισή του στη βιώσιμη ενέργεια. Ο συνεταιρισμός έχει ως στόχο την προώθηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Ο συνεταιρισμός λειτουργεί με την αρχή της συλλογικής συμμετοχής και της ενεργειακής δικαιοσύνης. Τα μέλη του συνεισφέρουν οικονομικά, συμμετέχουν στις αποφάσεις και επενδύουν σε ανανεώσιμες ενεργειακές εγκαταστάσεις, όπως ηλιακά πάνελ και αιολικά πάρκα. Το κέρδος από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας επανεπενδύεται για την επέκταση των έργων και για την ενίσχυση της κοινότητας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Som Energía δεν εξαρτάται από κρατική χρηματοδότηση ή επιδοτήσεις, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στις συνεισφορές και τη συμμετοχή των μελών της. Αυτό επιτρέπει στο συνεταιρισμό να διατηρεί την ανεξαρτησία του και να επικεντρώνεται στην προώθηση βιώσιμων και δίκαιων πρακτικών ενέργειας. Ο συνεταιρισμός έχει επιπλέον αναπτύξει εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες για την προώθηση της οικολογικής συνείδησης και της συμμετοχής στην ενέργεια, προσφέροντας σεμινάρια και εργαστήρια για το κοινό και άλλες κοινότητες που ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν παρόμοια μοντέλα. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτοοργανωμένης και βιώσιμης ενεργειακής κοινότητας, το οποίο δείχνει πώς οι τοπικές πρωτοβουλίες μπορούν να συνεισφέρουν στην αλλαγή του ενεργειακού τοπίου και να αποδεσμευτούν από την εξάρτηση από υδρογονάνθρακες χωρίς καν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης.
Η αποανάπτυξη, λοιπόν, προτείνει μια νέα κατεύθυνση για τις κοινωνίες μας, επικεντρωμένη στη βιωσιμότητα και την ποιότητα ζωής, αντί της απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης. Παραδείγματα σαν το παραπάνω (και υπάρχει πληθώρα τέτοιων!) δείχνει ότι είναι εφικτό να επαναστατήσουμε ενάντια στην κυρίαρχη οικονομική λογική και να προωθήσουμε μοντέλα που ενσωματώνουν αυτές τις αρχές. Φυσικά για να συμβούν όλα αυτά, χρειάζεται η ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών, η δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης, η προώθηση της κοινοτικής συμμετοχής και η ενίσχυση των τοπικών πολιτιστικών και κοινωνικών δομών (Trainer, 2012). Επιπλέον σύμφωνα με τον Latouche (2013) η ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων μπορεί να συμβάλει στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην προώθηση της κοινωνικής συνοχής, δημιουργώντας μια πιο δίκαιη και βιώσιμη κοινωνία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η ανάλυση στις εξορύξεις υδρογονανθράκων μέσα από τη θεωρία της αποανάπτυξης αναδεικνύει τις σοβαρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των δραστηριοτήτων. Οι επιπτώσεις αυτές, όπως η μόλυνση των υδάτων, η καταστροφή οικοσυστημάτων και η εκτόπιση των τοπικών κοινοτήτων, υπερβαίνουν τα οικονομικά οφέλη που προσφέρουν, καταδεικνύοντας την ανάγκη για αλλαγή της προσέγγισης στην ενεργειακή πολιτική.
Η αποανάπτυξη προτείνει μια ριζική αναθεώρηση των οικονομικών μοντέλων, επικεντρωμένη στη βιωσιμότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων. Μέσω της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της μείωσης της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες, είναι δυνατό να δημιουργηθούν πιο βιώσιμες και δίκαιες κοινωνίες. Παραδείγματα όπως ο συνεταιρισμός Som Energía στην Ισπανία, δείχνουν ότι οι τοπικές πρωτοβουλίες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην επίτευξη αυτών των στόχων, προσφέροντας ένα πρότυπο για την οικοδόμηση μιας πιο ανθεκτικής και αυτάρκους οικονομίας.
Η μετάβαση σε μια κοινωνία που προωθεί την αυτάρκεια, την αλληλεγγύη και την προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί τη συνεργασία των τοπικών κοινοτήτων, την ενίσχυση των τοπικών δικτύων και την προώθηση της κοινοτικής συμμετοχής. Η θεωρία της αποανάπτυξης μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο για την επίτευξη αυτών των στόχων, τονίζοντας τη σημασία της αναθεώρησης των αξιών της σύγχρονης κοινωνίας και την ανάγκη για μια πιο δίκαιη κατανομή των πόρων. Εν κατακλείδι, η αποανάπτυξη προτείνει μια αναγκαία εναλλακτική προσέγγιση, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις και να δημιουργήσει ένα βιώσιμο και δίκαιο μέλλον για όλους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bebbington, A., Bury, J., & Humphreys Bebbington, D. (2008). Mining and social movements: struggles over livelihood and rural territorial development in the Andes. World Development, 36(12), 2888-2905.
D’Alisa, G., Demaria, F., & Kallis, G. (2015). Degrowth: A vocabulary for a new era. Routledge.
Howarth, R. W. (2014). A bridge to nowhere: methane emissions and the greenhouse gas footprint of natural gas. Energy Science & Engineering, 2(2), 47-60.
Jernelöv, A. (2010). The threats from oil spills: Now, then, and in the future. Ambio, 39(5-6), 353-366.
Kallis, G. (2018). Degrowth. Agenda Publishing.
Kallis, G., Kerschner, C., & Martinez-Alier, J. (2020). The economics of degrowth. Ecological Economics, 84, 172-180.
Latouche, S. (2013). Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας. Παρανοήσεις και διαμάχες γύρω από την αποανάπτυξη. Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων
Lertzman, D. A., & Vredenburg, H. (2005). Indigenous peoples, resource extraction and sustainable development: An ethical approach. Journal of Business Ethics, 56(3), 239-254.
Trainer, T. (2012). De-growth: Do you realize what it means? Futures, 44(6), 590-599.
Δείτε ακόμη:
Υπερτουρισμός: Οι παραλίες ως Κοινά απέναντι στην καταστροφή
Κλιματική αλλαγή, Άμεση Δημοκρατία και Αποανάπτυξη: Προς μια προσέγγιση Κοινωνικής Οικολογίας