Hannah Arendt Αρχεία - Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο https://sekeris.gr/tag/hannah-arendt/ Κοινά • Αυτονομία • Άμεση Δημοκρατία Fri, 12 Sep 2025 18:22:52 +0000 el hourly 1 https://wordpress.org/?v=6.8.3 https://sekeris.gr/wp-content/uploads/2023/03/cropped-fav-32x32.jpg Hannah Arendt Αρχεία - Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο https://sekeris.gr/tag/hannah-arendt/ 32 32 H “κοινοτοπία της ετερονομίας” και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη https://sekeris.gr/koinotypia-tis-eteronomias/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=koinotypia-tis-eteronomias https://sekeris.gr/koinotypia-tis-eteronomias/#respond Sat, 31 May 2025 10:17:48 +0000 https://sekeris.gr/?p=1007 H “κοινοτοπία της ετερονομίας” και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που έχει τη δυνατότητα να αναρωτηθεί για το νόημα της ύπαρξης και ταυτόχρονα να μετατραπεί σε άβουλο εκτελεστή εντολών ― να απαρνηθεί δηλαδή το χάρισμα αυτό της σκέψης. Αυτή η οντολογική ετερονομία, αποτελεί το πεδίο που ριζώνει η κοινοτοπία του […]

Το άρθρο H “κοινοτοπία της ετερονομίας” και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
H “κοινοτοπία της ετερονομίας” και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη

Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που έχει τη δυνατότητα να αναρωτηθεί για το νόημα της ύπαρξης και ταυτόχρονα να μετατραπεί σε άβουλο εκτελεστή εντολών ― να απαρνηθεί δηλαδή το χάρισμα αυτό της σκέψης. Αυτή η οντολογική ετερονομία, αποτελεί το πεδίο που ριζώνει η κοινοτοπία του κακού, έτσι όπως τη διατύπωσε η σπουδαία Hannah Arendt μετά την παρακολούθηση της δίκης του Άιχμαν (Άρεντ, 2009).

Ο Άιχμαν, ήταν ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για να οργανώνει τη μεταφορά των Εβραίων από όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης προς τα στρατόπεδα θανάτου. Αντισυνταγματάρχης των SS και δεξί χέρι του Χίτλερ, έχει χαρακτηριστεί ως ο “αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος”. Η Arendt, παρούσα στη δίκη του, διέκρινε κάτι ανατριχιαστικό για την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση: ο Άιχμαν δεν ήταν το τέρας που θα περίμενε κανείς, δεν εμφορούνταν από μίσος ή σαδισμό· ήταν ένας μετριοπαθής υπάλληλος, χωρίς ιδιαίτερη προσωπική πρωτοβουλία, ο οποίος μετέτρεψε το απόλυτο κακό, σε μια τεχνική διαδικασία. Ο ίδιος δεν εκδήλωσε ποτέ ανοιχτά αντισημιτικά αισθήματα και συχνά διακήρυσσε ότι δεν έχει τίποτα εναντίον των Εβραίων. Λάμβανε, όμως, τις αποφάσεις για την εξόντωσή τους με απόλυτα γραφειοκρατική ψυχρότητα. Εκτελούσε διαταγές, δεν σκεφτόταν, δεν αμφισβητούσε – ούτε το νόημα, ούτε τις συνέπειες των πράξεών του. Υποστηριζόμενος από την δήθεν “ιδεολογία της αντικειμενικότητας” και ακολουθώντας πάντα τον υποτιθέμενο “νόμο του Φύρερ” διέπραξε κάποια από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτό ακριβώς είναι η κοινοτοπία του κακού: η άρνηση της ευθύνης, η απορρόφηση του ατόμου από τη ροή του συστήματος (Άρεντ, 2009).

Αν η Arendt όμως αποκάλυψε με τον τρόπο αυτόν την τετριμμένη φύση του κακού, θα τολμήσω να πω ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Παλαιστίνη δεν είναι παρά η κοινοτοπία της ετερονομίας σε όλη της την κυνική έκταση: ένα ολόκληρο κράτος, διαπράττει συστηματική γενοκτονία με τα πιο τεχνοκρατικά, ψυχρά, καθημερινά μέσα ― και ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθεί αμέτοχος, διαπράττοντας το κακό της αδιαφορίας (Bauman, 1991). Φυσικά εξαιρέσεις υπάρχουν, άνθρωποι που με όποια μέσα διαθέτουν στέκονται αλληλέγγυοι στα δεινά των ανθρώπων της Παλαιστίνης. Όμως εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι αποτελούν μια μειοψηφία. Μια εξαίρεση στον κανόνα. Ένα λάθος στο κυρίαρχο φαντασιακό της ασημαντότητας – για να δανειστώ έναν όρο του Καστοριάδη (Καστοριάδης, 2000).

Η γενοκτονία στην Παλαιστίνη είναι δημόσια και τηλεοπτική – παίζει παντού. Βόμβες πέφτουν μπροστά στα μάτια μας, παιδιά πεθαίνουν σε live μετάδοση. Οι καταστροφές και οι θάνατοι έχουν γίνει στατιστικά στοιχεία και νουμεράκια σε πίνακες. Αυτή η διαδικασία ― από το έγκλημα στο νούμερο και κατ’ επέκταση από το πρόσωπο στην αφηρημένη κατηγορία του εχθρού – αποτελεί το τελικό στάδιο της κοινοτοπίας του κακού: την καθολική ετερονομία του νου και της πράξης.

Το ισραηλινό κράτος παράγει μια καθημερινή ρουτίνα καταστροφής, χρησιμοποιώντας τη γενοκτονία που διαπράττει ως μηχανισμό επιβολής. Και αυτή η φρίκη που μας φαίνονταν κάποτε αδιανόητη έχει σταδιακά κανονικοποιηθεί, μέσω μιας γραφειοκρατίας του θανάτου. Τι εννοώ;  Κάθε πιλότος που πατά το κουμπί, κάθε πολιτικός που υπογράφει μια διαταγή, ή στέκεται δίπλα – δίπλα και υποστηρίζει το δολοφονικό κράτος του Ισραήλ (βλ. ελληνική κυβέρνηση, Μητσοτάκης, Γεωργιάδης και λοιποί), κάθε δημοσιογράφος που αποσιωπά ή συγκαλύπτει εξυπηρετώντας συγκεκριμένη ατζέντα, αλλά και κάθε πολίτης που κοιτάζει αδιάφορα, συνεισφέρει στο σύστημα του κακού ― και δεν τρέχει και τίποτα, αφού το κάνει μέσα στην πλήρη αίσθηση της τάξης και της νομιμότητας.

Η Arendt, Εβραία, κυνηγημένη και ίδια από τον ναζισμό, δεν εξιδανίκευσε ποτέ κανένα θύμα, ούτε χάιδεψε τα αυτιά καμιάς ταυτότητας. Η βαθύτερη αλήθεια της σκέψης της είναι ότι το κακό ― δηλαδή η άρνηση του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο ― δεν είναι θέμα φυλής, θρησκείας, έθνους: είναι θέμα της σχέσης μας με τη σκέψη, τη δικαιοσύνη, τον Άλλον (Άρεντ, 2009). Τι άλλο βλέπουμε λοιπόν στην Παλαιστίνη, αν όχι την καθολική έκπτωση του πολιτικού, του ανθρώπινου και του ηθικού; Ένα κράτος με ιστορικό τραύμα (το Ολοκαύτωμα) αναπαράγει πάνω σε άλλους αυτό που υπέστη, βαδίζοντας τυφλά μέσα στη δική του κοινοτοπία της ετερονομίας. Ό,τι χθες θεωρούταν ασυγχώρητο, σήμερα είναι νόμιμη πολιτική πρακτική ― και όχι από τίποτα δαίμονες, αλλά από ανθρώπους που υπακούουν, που λειτουργούν μέσα στη ρουτίνα ενός κρατικού μηχανισμού (Άρεντ, 2009; Bauman, 1991).

Ο ρόλος της Διεθνούς Κοινότητας

Φυσικά το έγκλημα δεν αφορά μόνο τον θύτη. Το σύγχρονο κακό είναι διαχυμένο ― είναι το πλέγμα θεσμών, κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, που σιωπούν, που υπεκφεύγουν, που μετατρέπουν τη γενοκτονία σε τεχνοκρατική διαδικασία. Λόγια όπως “καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται” χρησιμοποιούνται ως θωράκιση της αδράνειας (Bauman, 1991). Τίποτα δεν διαταράσσει το ύπνο του υπαλλήλου, του νοικοκύρη,  του ψηφοφόρου. Αυτή η απάθεια, αυτή η εσωτερική παράδοση, είναι η σύγχρονη μορφή της ετερονομίας.

Και αν μιλάω για ετερονομία, το κάνω γιατί δεν την θεωρώ απλώς ως υπακοή στον νόμο του άλλου· αλλά ως βαθιά, σχεδόν μεταφυσική, με έναν καντιανό τρόπο, απάρνηση της δυνατότητας για σκέψη και πράξη. Είναι το τέλος της ελευθερίας. Ο Καστοριάδης μίλησε για την ετερονομία ως μια συλλογική αυτο-τύφλωση: όταν οι άνθρωποι ζουν μέσα σε θεσμούς που δεν τους κατανοούν, που δεν τους αμφισβητούν, που τους υπηρετούν μηχανικά, παύουν να είναι δημιουργοί, γίνονται φαντάσματα (Καστοριάδης, 1978). Όταν το πολιτικό πεδίο νεκρώνεται, ο καθένας αρκείται στη θέση του ― και το κακό κυκλοφορεί ελεύθερο, ασήμαντο, κοινοτοπικό (Άρεντ, 2009).

Η Παλαιστίνη, σήμερα, γίνεται έτσι ο καθρέφτης της οικουμενικής ετερονομίας. Η τύχη των Παλαιστινίων αποκαλύπτει το παγκόσμιο βάθος της παραίτησης από την κριτική, τη δικαιοσύνη, τη δημιουργία νέων θεσμών και σε τελική ανάλυση την ίδια την αυτονομία. Αν κάτι απαιτεί λοιπόν η ιστορική στιγμή της Παλαιστίνης, είναι το πέρασμα από την κοινοτοπία της ετερονομίας στην πράξη της αυτονομίας. Να τολμήσουμε να στοχαστούμε, να ρισκάρουμε, να αρνηθούμε τη ρουτίνα της βαρβαρότητας ― και, ίσως, να ξαναγεννήσουμε τη δυνατότητα του ανθρώπινου μέσα στην ιστορία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι το κακό ως εξαίρεση, αλλά το κακό ως διαδικασία, ως συνήθεια, ως κοινοτοπία.

 

Βιβλιογραφία

Άρεντ, Χ. (2009). Η κοινοτοπία του κακού: Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Νησίδες.

Bauman, Z. (1991). Modernity and the Holocaust. Polity.

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Κέδρος.

Καστοριάδης, Κ. (2000). Η άνοδος της ασημαντότητας. ‘Ύψιλον

 

Δες ακόμα:

Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος

Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας

Το άρθρο H “κοινοτοπία της ετερονομίας” και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/koinotypia-tis-eteronomias/feed/ 0
Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/#respond Sat, 12 Apr 2025 15:17:25 +0000 https://sekeris.gr/?p=1000 Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου Η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από την άμεση δημοκρατία την παρουσιάζει ως ένα όραμα ρομαντικό και ανέφικτο στον σύγχρονο κόσμο. Επικαλείται επί παραδείγματι την πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών, την έλλειψη χρόνου και διάθεσης των πολιτών, την επιρροή των ΜΜΕ, την ανάγκη για σταθερότητα κλπ. Ωστόσο, […]

Το άρθρο Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου

Η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από την άμεση δημοκρατία την παρουσιάζει ως ένα όραμα ρομαντικό και ανέφικτο στον σύγχρονο κόσμο. Επικαλείται επί παραδείγματι την πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών, την έλλειψη χρόνου και διάθεσης των πολιτών, την επιρροή των ΜΜΕ, την ανάγκη για σταθερότητα κλπ. Ωστόσο, αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, δεν έχει ουδέτερο πρόσημο, αλλά εκφράζει και αναπαράγει έναν κυρίαρχο λόγο, θεμελιωμένο στην ετερονομία.

Η συστηματική απόρριψη της άμεσης δημοκρατίας βασίζεται σε ένα σύνολο προκατασκευασμένων παραδοχών για τη φύση της κοινωνίας, της πολιτικής και του ανθρώπου, οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμοί διατήρησης του κυρίαρχου και σε καμία περίπτωση ως κριτικές τοποθετήσεις. Στην πραγματικότητα, η απαξίωση της άμεσης δημοκρατίας αντανακλά μια βαθύτερη κρίση πολιτικής φαντασίας, αλλά και εμπιστοσύνης προς την ικανότητα συλλογικής αυτοθέσμισης, τοποθετώντας την στο πεδίο του «ουτοπικού» και του «ανέφικτου».

Απέναντι σε αυτή τη θεσμισμένη απαξίωση, το παρόν κείμενο επιχειρεί να αποδομήσει τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται κατά της άμεσης δημοκρατίας, καταδεικνύοντας τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα και προτείνοντας έναν διαφορετικό τρόπο νοηματοδότησης της πολιτικής. Εμπνευσμένο από τη σκέψη στοχαστών όπως η Άρεντ και ο Καστοριάδης, το κείμενο αντιμετωπίζει την άμεση δημοκρατία όχι ως κάτι ρομαντικό που ανήκει στο παρελθόν, αλλά ως ανοιχτό πρόταγμα για το μέλλον: μια τροπικότητα του κοινωνικού πράττειν η οποία αρνείται την ανάθεση και επιδιώκει την αυτονομία.

Ας εξετάσουμε όμως ένα – ένα τα βασικά αντεπιχειρήματα για την άμεση δημοκρατία:

1. Η σύγχρονη κοινωνία είναι πολύπλοκη για να συμμετέχουν όλοι

Το επιχείρημα της πολυπλοκότητας – το πιο συχνό ίσως από όλα τα επιχειρήματα κατά της άμεσης δημοκρατίας – χρησιμοποιείται ευρέως για να δικαιολογήσει την ανάγκη της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αποτελεί μια μορφή συγκαλυμμένης ετερονομίας. Η επίκληση της πολυπλοκότητας προϋποθέτει πως υπάρχουν «ειδικοί» της πολιτικής που κατανοούν καλύτερα τα προβλήματα και, ως εκ τούτου, δικαιούνται να αποφασίζουν για τους άλλους (Καστοριάδης, 2000).

Ο Καστοριάδης τονίζει ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι το πεδίο της αυτόνομης δημιουργίας νοήματος. Η επίκληση στην ειδημοσύνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, αλλά αυτός δεν είναι φυσικά λόγος για να αφαιρεθεί η δυνατότητα της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται. Δεν υπάρχουν ειδικοί στην πολιτική. Εξάλλου η δημοκρατία δεν σημαίνει ότι όλοι γνωρίζουν τα πάντα, αλλά ότι όλοι έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των θεσμών που τους διέπουν (Καστοριάδης, 2000). Η γνώση είναι μέσο διαλόγου, όχι προνόμιο εξουσίας – διαφορετικά, ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε τεχνοκρατική επιβολή, ακυρώνοντας την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, δηλαδή τη δυνατότητα της συλλογικής αμφισβήτησης και αυτοθέσμισης (Lefort, 1986).

Η πολυπλοκότητα της κοινωνίας, λοιπόν, δεν είναι αντεπιχείρημα στην άμεση δημοκρατία, αλλά επιχείρημα υπέρ της: ακριβώς επειδή κανείς μόνος του δεν μπορεί να κατανοήσει τα πάντα, η συλλογική σκέψη και η διαβούλευση καθίστανται σήμερα πιο αναγκαίες από ποτέ (Bookchin, 2016). Η πολιτική δεν είναι υπόθεση τεχνικής διαχείρισης, αλλά πεδίο κοινού λόγου, διαφωνίας και δημιουργίας (Arendt, 2006).

2. Ο κόσμος δεν έχει χρόνο ή διάθεση να συμμετέχει

Η άποψη ότι η δημοκρατία οφείλει να προσαρμοστεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής φανερώνει μια βαθιά παρεξήγηση: το ζητούμενο δεν είναι η προσαρμογή της δημοκρατίας στις συνθήκες της καθημερινότητας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο – η αναδιαμόρφωση του τρόπου ζωής μας σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας.

Όταν υποστηρίζεται ότι οι άνθρωποι «δεν έχουν χρόνο» να συμμετέχουν στη λήψη συλλογικών αποφάσεων, τι εννοείται ουσιαστικά πέρα από την παραδοχή ότι ζουν με έναν τρόπο που τους αποξενώνει από τη δημόσια σφαίρα και τους περιορίζει στο ιδιωτικό; Αυτός ο ισχυρισμός δεν αποκαλύπτει ένα εγγενές πρόβλημα της δημοκρατίας, αλλά μια κοινωνική και πολιτισμική αλλοτρίωση. Η ελευθερία, άλλωστε, δεν συνιστά μια ατομική εσωτερική κατάσταση, αλλά μια συλλογική και πράττουσα σχέση με τον κόσμο.

Επιπλέον, η άποψη ότι η δημοκρατία είναι χρονοβόρα απορρέει από έναν συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο, διαμορφωμένο εντός των καθεστώτων ανάθεσης, γραφειοκρατίας και αποπολιτικοποίησης. Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει εσωτερικεύσει τη λογική του κατακερματισμού και της ιδιώτευσης, αδυνατώντας να φανταστεί τον εαυτό του ως δρων πολιτικό υποκείμενο. Όμως, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης (2000), η προϋπόθεση της αυτονομίας είναι ο μετασχηματισμός του φαντασιακού, δηλαδή μια ριζική ανακατασκευή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Συνεπώς, οφείλουμε να αναγνώσουμε την έλλειψη διάθεσης για συμμετοχή, ως έκφραση ενός αλλοτριωτικού φαντασιακού που χρειάζεται να μετασχηματιστεί.

Η άμεση δημοκρατία, δεν αποτελεί απλώς έναν θεσμικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, αλλά μια εναλλακτική μορφή ζωής, έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης στον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική παύει να είναι αγγαρεία ή υποχρέωση και καθίσταται οργανικό στοιχείο του ανθρώπινου βίου (Arendt, 2020; Bookchin, 2016). Όπως τονίζει η Arendt (2020), η πολιτική, δηλαδή η συμμετοχή, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την εργασία ή την κατανάλωση· είναι το πεδίο εκείνο όπου ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως πολίτης, ως δρων υποκείμενο που συν-δημιουργεί τον κοινό κόσμο, και όχι απλώς ως εκτελεστής προκαθορισμένων λειτουργιών.

3. Η κοινωνία είναι ευάλωτη στη χειραγώγηση από ΜΜΕ και δημαγωγούς

Πράγματι, ο κίνδυνος δημαγωγίας είναι υπαρκτός. Όμως είναι εντελώς εσφαλμένο να τον παρουσιάζουμε ως πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Αντιθέτως, σε ένα σύστημα αντιπροσώπευσης (ή κοινοβουλευτικό), η δημαγωγία είναι οργανικό στοιχείο. Τα ΜΜΕ και τα κόμματα χειραγωγούν τη βούληση των πολιτών σε μεγάλο βαθμό χωρίς καμία θεσμική αντίσταση (Chomsky, 1997;  Rancière, 2009). Τρανό παράδειγμα αποτελεί φυσικά η κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία λειτουργούν αποκλειστικώς ως φερέφωνα της κυβέρνησης.

Η διαφορά στην άμεση δημοκρατία είναι ότι η κοινωνία θέτει συλλογικά τα μέσα αυτοπροστασίας της. Δεν πρόκειται για μια ουτοπική, «τέλεια» κοινωνία, αλλά για μια κοινωνία που διαρκώς στοχάζεται πάνω στις παρεκκλίσεις της και μπορεί να τροποποιεί τα ίδια της τα θεσμικά εργαλεία (Καστοριάδης, 2000). Δηλαδή, δημιουργεί θεσμούς κριτικής, παιδείας και αυτογνωσίας, θεσμούς που δεν είναι στατικοί αλλά ανοιχτοί σε αμφισβήτηση και αναθεώρηση (Lefort, 1986).

Εξάλλου, δεν υπάρχει θεσμός που να εξασφαλίζει την ορθή κρίση – αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αναθέτουμε την κρίση στους άλλους. Η απάντηση στη δημαγωγία δεν είναι η ανάθεση, αλλά η επέκταση του δημόσιου χώρου της συζήτησης και της κριτικής (Arendt, 2020; Καστοριάδης, 2000). Μόνο μέσα από μια ενεργή δημόσια σφαίρα, όπου η πολιτική είναι πράξη και λόγος όλων, μπορεί η χειραγώγηση να αντιμετωπιστεί ως κοινό πρόβλημα και όχι ως ατομική «ευπιστία».

4. Η θεσμική συνέχεια και σταθερότητα είναι απαραίτητη

Αυτή είναι μια καθαρά συντηρητική θέση, που προβάλλει τη σταθερότητα ως αυταξία. Στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής και αντιπροσωπευτικής λογικής, η πολιτική σταθερότητα συγχέεται με την απουσία αλλαγής: θεωρείται ότι όσο λιγότερο μεταβάλλονται οι θεσμοί, τόσο περισσότερο διασφαλίζεται η «κανονικότητα» και η «ασφάλεια». Όμως, όλοι οι θεσμοί είναι ιστορικές δημιουργίες. Δεν υπάρχουν «αυτονόητοι» θεσμοί. Αν μια κοινωνία δεν μπορεί να αναστοχάζεται και να αλλάζει τους θεσμούς της, τότε έχει παραιτηθεί από τη δυνατότητα αυτονομίας της (Καστοριάδης, 1978). Εξάλλου το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός προσφέρει σταθερότητα είναι φαιδρό. Αν, για παράδειγμα, λάβει κανείς υπόψη του την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι τα μόνα που παραμένουν σταθερά είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η επέκταση της διαφθοράς και η αύξηση της πάσης φύσεως κρατικής βίας.

Η πραγματική σταθερότητα μιας κοινωνίας δεν εδράζεται στην ακινησία, την παράδοση ή την προσκόλληση σε αμετάβλητα σχήματα ζωής, αλλά στη βαθιά συνείδηση ότι είναι ικανή να επανεφευρίσκει τον εαυτό της· να ανανεώνει συλλογικά το νόημα της ύπαρξής της μέσα από τη διαρκή αμφισβήτηση, τον στοχασμό και τη δημιουργική πράξη (Καστοριάδης, 1978; Arendt, 2006). Η ακινησία, αν και παρουσιάζεται ως «τάξη» ή «κανονικότητα», υποκρύπτει την αδυναμία ενός κοινωνικού φαντασιακού να μετασχηματίζεται και να ανταποκρίνεται στις ιστορικές και υπαρξιακές προκλήσεις. Αντιθέτως, η γνήσια σταθερότητα είναι δυναμική: είναι η ικανότητα ενός λαού να αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον του, να αναστοχάζεται τις αξίες και τους θεσμούς του, και να επινοεί νέες μορφές νοήματος όταν οι παλιές καθίστανται άδειες ή παρακμασμένες.

5. Τα κινήματα για άμεση δημοκρατία αποτυγχάνουν

Η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων δεν απορρέει από την αδυναμία της άμεσης δημοκρατίας καθαυτής, αλλά από τη βαθιά ριζωμένη σύγκρουση με τον κυρίαρχο φαντασιακό σημασιακό ορίζοντα της ετερονομίας. Η κυρίαρχη φαντασιακή σημασία του σύγχρονου καπιταλισμού – που περιλαμβάνει τον ατομισμό, την κατανάλωση, την ανάθεση και την εξουσιολαγνεία – είναι αυτή που δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για την άμεση συμμετοχή και τη συλλογική αυτοθέσμιση.

Και βέβαια η ευθύνη της αριστεράς σε αυτή τη διαρκή αναπαραγωγή της ετερονομίας είναι καθοριστική, καθώς αντί να λειτουργεί ως φορέας ρήξης με αυτό το φαντασιακό, αναπαράγει την ίδια λογική του κρατισμού, του τεχνοκρατισμού και της ανάθεσης, περιοριζόμενη στη διαχείριση και όχι στην κριτική αναδημιουργία των θεσμών. Η υποχώρηση της στη «ρεαλιστική» διακυβέρνηση, στον οικονομισμό και στις διαχειριστικές πολιτικές αποκαλύπτει μια εγκατάλειψη του ίδιου του προτάγματος της ριζοσπαστικής πολιτικής. Η αναπαραγωγή του υπάρχοντος μέσω της ρητορικής του «εφικτού» εκμηδενίζει τις δυνατότητες για υπέρβαση και ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό (Bookchin, 2016).

Ωστόσο, το φαντασιακό ρήγμα δεν εξαφανίζεται. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν με αφορμή το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη αποτέλεσαν στιγμές αποσταθεροποίησης της ετερονομίας και ανάδυσης ενός άλλου κοινωνικού φαντασιακού. Το σύνθημα «δεν έχω οξυγόνο» απέκτησε πολιτική σημασία. Δεν είναι μια απλή κραυγή πόνου, οργής και πένθους, όπως θέλει να πιστεύει η πολιτική ελίτ. Έγινε ένα κοινωνικό αίτημα απόρριψης του αφηγήματος της αδυναμίας, της παραίτησης και της ανάθεσης. Στιγμές όπως αυτές, στις οποίες οι άνθρωποι παύουν να λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες και αναλαμβάνουν συλλογικά ρόλο δημιουργού του κοινωνικού νοήματος, αναβιώνουν το ερώτημα της αυτονομίας (Hardt & Negri, 2009).

Ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «αποτυχία» των κινημάτων για άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, θα έπρεπε να μιλάμε για εκδηλώσεις ενός βαθύτερου κοινωνικού δυναμικού, το οποίο, αν και καταπιεσμένο, καταφέρνει και αναδύεται σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Η φαινομενική «αποτυχία» είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση δύο ασυμβίβαστων φαντασιακών: από τη μια, του κυρίαρχου, ετερόνομου φαντασιακού που αναπαράγει την απάθεια και την ανάθεση, και από την άλλη, του χειραφετητικού φαντασιακού που διεκδικεί την αυτοθέσμιση και την ισότιμη συμμετοχή όλων. Τα κινήματα αυτά, ακόμη και όταν διαλύονται ή υποχωρούν, αφήνουν πίσω τους σπέρματα μετασχηματισμού. Αναδεικνύουν νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, καλλιεργούν συλλογικότητες, δημιουργούν δομές εναλλακτικής οργάνωσης.

Η άμεση δημοκρατία δεν είναι στιγμιαίο γεγονός που είτε «πετυχαίνει» είτε «αποτυγχάνει», αλλά μια διαρκής διεργασία κοινωνικού πειραματισμού, ένας αγώνας ενάντια στην αποξένωση και υπέρ της συλλογικής αυτενέργειας. Το γεγονός λοιπόν ότι τα κινήματα συχνά καταπνίγονται ή εκφυλίζονται δεν σημαίνει ότι είναι καταδικασμένα εκ των προτέρων και η «αποτυχία», δεν αφορά το ίδιο το πολιτικό πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας, αλλά την αδυναμία της κοινωνίας – σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες – να το θεσμίσει πλήρως.

7. Η πλειοψηφία δεν έχει πάντα δίκιο

Το επιχείρημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» είναι επίσης ένα επιχείρημα που επιστρατεύεται πολύ συχνά για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της λαϊκής βούλησης. Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, σε πρόσφατη δήλωσή του, αναφορικά με το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη, είπε: «πολλές φορές οι πολλοί δεν έχουν δίκιο», και επικαλέστηκε το κίνημα των Πλατειών του 2011 για να υπονοήσει ότι η λαϊκή κινητοποίηση εκείνης της περιόδου οδήγησε στην άνοδο του φασισμού και στους νεοναζί της  Χρυσής Αυγής.

Πρόκειται για μια αντιστροφή της πραγματικότητας που ταιριάζει με τη λογική της ανάθεσης και της πατερναλιστικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι «ανώριμος» και χρειάζεται καθοδήγηση. Δεν φταίνε τα μνημόνια, η διαφθορά, η προπαγάνδα των ΜΜΕ και η αυταρχική καταστολή· φταίει το ότι ο λαός βγήκε στις πλατείες. Ωστόσο, η άμεση δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της πλειοψηφίας. Πάνω από όλα είναι ένα πεδίο συμμετοχικού αναστοχασμού, στο οποίο η κοινωνία μπορεί να διορθώνει, να συζητά και να μετασχηματίζει τις ίδιες της τις αποφάσεις (Lefort, 1986). Η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος, και γι’ αυτό χρειάζονται θεσμοί ανοιχτοί, διαφανείς και αναστοχαστικοί.

Η αρχή της αυτονομίας στην άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αλάθητου συλλογικού σώματος, αλλά την εγκαθίδρυση δομών που επιτρέπουν την αέναη αναθεώρηση, τη διαρκή συμμετοχή, τη διαφωνία, την αυτοδιόρθωση. Η δημοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί το ορθό, αλλά μπορεί να εξασφαλίσει ότι η κοινωνία διαθέτει τους όρους για να μαθαίνει από τα λάθη της. Η λογική της αναστοχαστικής δημοκρατίας ανατρέπει το κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα. Δεν χρειάζεται «ειδικούς» να αποφασίζουν για το κοινό καλό· χρειάζεται ενεργούς πολίτες και συλλογικές διαδικασίες με διαρκή λογοδοσία. Έτσι, η δημοκρατία μετατρέπεται από σύστημα διακυβέρνησης σε τρόπο ζωής – ένα πεδίο συνεχούς αναστοχαστικής δημιουργίας στο οποίο κάθε απόφαση είναι προσωρινή, ανοιχτή σε κριτική και αποτέλεσμα συλλογικής διεργασίας.

8. Η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε παράλυση

Η αντίληψη ότι η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε χάος και παράλυση είναι αποτέλεσμα της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής προσέγγισης που βλέπει την πολιτική ζωή ως μια σειρά από κατακερματισμένες διαδικασίες που πρέπει να διοικούνται και να ρυθμίζονται αυστηρά από επαγγελματίες διαχειριστές. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στην ιδέα της «ευέλικτης διοίκησης» ή του νεοφιλελεύθερου «επιτελικού κράτους», η οποία θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του περιορισμού της συμμετοχής και της εξουσίας των πολιτών, εκχωρώντας αυτή την εξουσία σε στελέχη και «ειδικούς» που θεωρούνται πιο ικανοί να πάρουν τις σωστές αποφάσεις γρήγορα και αποτελεσματικά.

Ωστόσο, η πολιτική αδράνεια στην ελληνική πραγματικότητα δεν οφείλεται στην υπερβολική συμμετοχή, αλλά στην αποξένωση του πολιτικού συστήματος από τις κοινωνικές ανάγκες. Η συντεχνιακή διαχείριση και η κομματική λογική υποκαθιστούν τη δημόσια διαβούλευση, ενισχύοντας τη μη αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες και αποδεκτές αποφάσεις, καθώς ενσωματώνει την εμπειρική γνώση, ενισχύει τη νομιμοποίηση των θεσμών και μειώνει την αποξένωση από την πολιτική. Επιπλέον, η συμμετοχή ενδυναμώνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, περιορίζοντας την αυθαιρεσία και τη συγκέντρωση εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί πηγή δυσλειτουργίας, αλλά ίσα – ίσα αντίδοτο στην πολιτική αδράνεια, προσφέροντας ένα μοντέλο συλλογικής αυτενέργειας και κοινωνικής συνοχής (Bookchin, 2016).

Κοντολογίς, η «παράλυση» δεν προέρχεται από τη συμμετοχή, αλλά από την αδυναμία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να προάγει αυτή τη συμμετοχή με παραγωγικό και δημιουργικό τρόπο. Όταν οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική ζωή, δεν την οδηγούν στο χάος, αλλά σε έναν πιο υγιή και ενεργό δημόσιο διάλογο που ενδυναμώνει τις πολιτικές διαδικασίες και προάγει τη βιωσιμότητα των αποφάσεων.

9. Δεν υπάρχει λαός για να συμμετέχει – έχουμε ιδιώτες, όχι πολίτες

Το επιχείρημα ότι η ελληνική κοινωνία είναι «αποπολιτικοποιημένη» ή ότι δεν υπάρχει «λαός» ικανός να συμμετάσχει πολιτικά συγκαλύπτει το γεγονός ότι η αποπολιτικοποίηση δεν είναι η φυσική μας κατάσταση, αλλά αποτέλεσμα ιστορικών και θεσμικών πρακτικών που διαβρώνουν την έννοια του πολίτη. Ο κομματισμός και οι πελατειακές σχέσεις καλλιέργησαν μια κουλτούρα ανάθεσης και ωφελιμισμού, όπου το πολιτικό υποκείμενο αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής εξυπηρετήσεων και όχι ως δημιουργός συλλογικής βούλησης. Οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν να βλέπουν την πολιτική ως εργαλείο προσωπικού συμφέροντος και ρουσφετιού και όχι ως χώρο συλλογικής ευθύνης και δημιουργικής συμμετοχής.

Παράλληλα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου και η καταστολή της πολιτικής έκφρασης έχουν περιορίσει τις δυνατότητες δημόσιου διαλόγου. Η σύγχρονη αποπολιτικοποίηση δεν εκφράζει αδυναμία, αλλά ματαίωση: η συμμετοχή προϋποθέτει θεσμούς που να την ενθαρρύνουν και μια παιδευτική διαδικασία που να τη διαμορφώνει (Καστοριάδης, 2000). Η δημιουργία πολιτικά ενεργών πολιτών δεν είναι αυτονόητη· απαιτεί κοινωνικές και θεσμικές δομές που να ενθαρρύνουν την αυτονομία, τη δημόσια λογοδοσία και την κριτική σκέψη.

Η ευθύνη φυσικά ανήκει πρωτίστως σε όσους στοχεύουν σε μια κοινωνία αυτοθέσμισης, και όχι στους μηχανισμούς ενός ετερόνομου πολιτικού συστήματος που επιβιώνει από την απουσία πολιτών και τη διατήρηση ιδιωτών. Η άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει έναν ήδη έτοιμο λαό, αλλά δημιουργεί η ίδια τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου μέσω της πράξης της συμμετοχής.

Συμπερασματικά

Η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί μια αφελή ουτοπία, αλλά τη ριζοσπαστικότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής αυτονομίας – την έκφραση μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει τον εαυτό της ως συλλογικό δημιουργό των νόμων της. Τα επιχειρήματα που την απορρίπτουν, όπως αναλύθηκαν σε αυτό το κείμενο, δεν είναι ουδέτερα. Αντιθέτως, δείξαμε ότι αποτελούν ενσαρκώσεις του κυρίαρχου φαντασιακού της ετερονομίας: του φαντασιακού εκείνου που βλέπει τον άνθρωπο ως ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί, που αναθέτει τη σκέψη και τη βούληση σε ειδικούς, και που φοβάται την ανοιχτή σύγκρουση με το δεδομένο.

Αν θέλουμε μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερη και δίκαιη, δεν αρκεί να διαχειριζόμαστε τα συμπτώματα της ετερονομίας. Χρειάζεται να μετασχηματίσουμε το φαντασιακό που τα γεννά· να πάψουμε να νοούμε την πολιτική ως τεχνική διαχείρισης και την κοινωνία ως εξωτερικό πλαίσιο, και να τις αναστοχαστούμε ως πεδία δημιουργίας, πράξης και νοήματος. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, ούτε εξασφαλίζεται μέσω θεσμικής εγγύησης· είναι το διακύβευμα της αυτοθέσμισης – του ιστορικού εγχειρήματος με το οποίο μια κοινωνία αποφασίζει να γίνει το υποκείμενο της ίδιας της συγκρότησης της (Καστοριάδης, 2000).

Ποιος φοβάται λοιπόν την άμεση δημοκρατία; Την φοβούνται όσοι έχουν ανάγκη την ετερονομία για να υπάρξουν – είτε ως κυβερνώντες είτε ως παθητικοί διοικούμενοι. Την φοβούνται εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της ελευθερίας ως πράξης και όχι ως παροχής. Την φοβούνται, τέλος, όσοι καταλαβαίνουν – ίσως καλύτερα απ’ όλους – πως η άμεση δημοκρατία δεν υπόσχεται μια άλλη πολιτική μορφή, αλλά σε τελική ανάλυση, την ανάδυση ενός άλλου τύπου ανθρώπου.

 

Βιβλιογραφία

Arendt, H. (2006). Για την Επανάσταση. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Arendt, H. (2020). Η ανθρώπινη κατάσταση. Πατάκης.

Bookchin, M. (2016). Η οικολογία της ελευθερίας. Η ανάδυση και η διάλυση της κυριαρχίας. Αντιγόνη.

Chomsky, N. (1997). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής. Ελεύθερος Τύπος.

Hardt, M., & Negri, A. (2009). Commonwealth. Harvard University Press.

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Κέδρος.

Καστοριάδης, Κ. (2000). Η άνοδος της ασημαντότητας. ‘Ύψιλον

Lefort, C. (1986). The political forms of modern society: Bureaucracy, democracy, totalitarianism. MIT Press.

Rancière, J. (2009). Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, Δημοκρατία, Χειραφέτηση. Πεδίο.

 

Δείτε ακόμα: Άμεση Δημοκρατία: Εξερευνώντας τις ιδέες του Κορνήλιου Καστοριάδη

 

Το άρθρο Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/feed/ 0
Ευρωεκλογές και γιατί δεν ψηφίζω: Aνάλυση από μια αμεσοδημοκρατική σκοπιά https://sekeris.gr/evroekloges/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=evroekloges https://sekeris.gr/evroekloges/#respond Wed, 05 Jun 2024 09:53:59 +0000 https://sekeris.gr/?p=696 Ευρωεκλογές και γιατί δεν ψηφίζω: Aνάλυση από μια αμεσοδημοκρατική σκοπιά

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία συχνά αυτοδιαφημίζεται για τη δέσμευσή της στις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον παράδοξο όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα της αμεσοδημοκρατικής θεωρίας.

Το άρθρο Ευρωεκλογές και γιατί δεν ψηφίζω: Aνάλυση από μια αμεσοδημοκρατική σκοπιά εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Ευρωεκλογές και γιατί δεν ψηφίζω: Aνάλυση από μια αμεσοδημοκρατική σκοπιά

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία συχνά αυτοδιαφημίζεται για τη δέσμευσή της στις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον παράδοξο όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα της αμεσοδημοκρατικής θεωρίας. Εδώ θα διευκρινίσω τους λόγους της αποχής μου από τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές, αντλώντας από τις θεωρητικές βάσεις που έθεσαν στοχαστές όπως οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Χάνα Άρεντ και Μάρεϊ Μπούκτσιν. Το κεντρικό επιχείρημα υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα και το θεσμικό πλαίσιο είναι θεμελιωδώς αντιδημοκρατικά, καθώς υπονομεύουν τις αρχές της άμεσης συμμετοχής των πολιτών και της αυτοδιακυβέρνησης.

Θεωρητικά θεμέλια της άμεσης δημοκρατίας

Η άμεση δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ενεργό, συμμετοχική δέσμευση στις πολιτικές διαδικασίες, στην αποκέντρωση της εξουσίας και στη διάλυση των ιεραρχικών δομών που αποξενώνουν τους πολίτες από τη λήψη αποφάσεων. Θεωρητικοί όπως ο Καστοριάδης, η Άρεντ και ο Μπούκτσιν, επικρίνουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία για τους εγγενείς περιορισμούς της, υποστηρίζοντας ότι διαιωνίζει την αποσύνδεση μεταξύ των κυβερνώμενων και των αντιπροσώπων τους. Αυτή η κριτική μπορεί να βρει ιδιαίτερη εφαρμογή όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο θεσμικός σχεδιασμός και οι εκλογικοί μηχανισμοί εμποδίζουν σημαντικά τη γνήσια δημοκρατική συμμετοχή.

Γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ασκεί κριτική στον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατία που ενυπάρχουν στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα, τα οποία θεωρεί αντίθετα με την αληθινή δημοκρατία, ονομάζοντάς τα φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση για παράδειγμα αποτελεί την επιτομή αυτής της θεώρησης, μέσω της πολύπλοκης και πολυεπίπεδης δομής διακυβέρνησής της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα μη εκλεγμένο όργανο με σημαντικές εξουσίες νομοθετικής πρωτοβουλίας, βρίσκεται στην κορυφή αυτής της δομής, επισκιάζοντας το άμεσα εκλεγμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή η ρύθμιση, όπου οι μη εκλεγμένοι τεχνοκράτες ασκούν σημαντική επιρροή, αντανακλά την έννοια του Καστοριάδη για μια ετερόνομη κοινωνία – μια θέσμιση δηλαδή όπου η εξουσία είναι συγκεντρωμένη και απομονωμένη από τη δημοκρατική βούληση του λαού (Καστοριάδης, 1989).

 Η ψευδαίσθηση της δημοκρατικής συμμετοχής

Η διάκριση της Χάνα Άρεντ μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας υπογραμμίζει τη σημασία της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική σφαίρα. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι η αληθινή δημοκρατία – η άμεση – απαιτεί έναν ζωντανό δημόσιο χώρο όπου οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στη διακυβέρνηση (Arendt, 2020). Ωστόσο, οι ευρωεκλογές αποτελούν στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση δημοκρατικής συμμετοχής. Οι περίπλοκες και αδιαφανείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων στα θεσμικά όργανα της, αποξενώνουν τους πολίτες, μειώνοντας τον ρόλο τους σε αυτόν των παθητικών ψηφοφόρων με περιορισμένη, έως μηδαμινή, επιρροή στο πολιτικό τοπίο. Αυτή η έλλειψη γνήσιας δέσμευσης δημιουργεί κατά συνέπεια ένα δημοκρατικό έλλειμμα, όπου οι πολίτες αισθάνονται αποστερημένοι και αποσυνδεδεμένοι από τους μηχανισμούς εξουσίας.

 Κριτική της αντιπροσώπευσης

Ο Μπούκτσιν από τη μεριά του, όπως άλλωστε και ο Καστοριάδης, ασκεί κριτική στα αντιπροσωπευτικά συστήματα αναδεικνύοντας τις δημοκρατικές ελλείψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποστηρίζει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, από το σχεδιασμό της, δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ του εκλογικού σώματος και των εκπροσώπων του, συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια μιας πολιτικής ελίτ (Bookchin, 1995; Καστοριάδης, 1989). Το ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τεράστιες εκλογικές περιφέρειες και αναλογική εκπροσώπηση, επιδεινώνει αυτήν την αποσύνδεση. Η μείωση των ατομικών φωνών και οι περιορισμένες νομοθετικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύουν περαιτέρω την αντίληψη μιας απόμακρης και αδιάφορης πολιτικής ελίτ.

Το δημοκρατικό έλλειμμα και η απάθεια των ψηφοφόρων

Η άποψη όμως ότι υπάρχει σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τεκμηριώνεται επιπλέον από τη σταθερά χαμηλή προσέλευση των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές. Αυτή η απάθεια πηγάζει κατά τη γνώμη μας από μια διάχυτη αίσθηση απογοήτευσης και αγανάκτησης των πολιτών και όχι από αδιαφορία (ή επειδή έχουν να πάνε στη δουλειά!). Η περίπλοκη δομή διακυβέρνησης και η αντιληπτή ανικανότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμβάλλουν στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η ψηφοφορία στις ευρωεκλογές έχει μικρό απτό αντίκτυπο για την καθημερινότητα μας. Ακόμη, η απουσία μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, όπου πολίτες από διαφορετικά κράτη μέλη μπορούν να συμμετέχουν σε ουσιαστικό πολιτικό λόγο, επιτείνει αυτή την απογοήτευση.

Η υπόθεση της αποχής

Εν κατακλείδι, η απόφασή μου να απέχω από την ψηφοφορία στις Ευρωεκλογές ριζώνει στην κριτική της δημοκρατικής νομιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει των αρχών της άμεσης – δηλαδή της μόνης αληθινής – δημοκρατίας. Το εκλογικό σύστημα και το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτυγχάνουν να εφαρμόσουν τα ιδανικά της συμμετοχής και της αυτοδιοίκησης, όπως υποστηρίζονται από τους Καστοριάδη, Άρεντ και Μπούκτσιν. Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, η ψευδαίσθηση της συμμετοχής και τα εγγενή ελαττώματα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (αποξένωση των πολιτών από τη λήψη αποφάσεων, γραφειοκρατία, έλλειψη λογοδοσίας, εκλογική “μαρκετίστικου τύπου” χειραγώγηση, πολιτική ασυνέπεια κ.λπ.) υπονομεύουν συλλογικά τη δημοκρατική διαδικασία. Για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων, είναι επιτακτική η θεμελιώδης αναδιάρθρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ένα πιο αποκεντρωμένο και συμμετοχικό, δημοκρατικό μοντέλο. Μόνο μέσω ριζικών και ριζοσπαστικών μετασχηματιστικών αλλαγών μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ξεπεραστεί το δημοκρατικό της έλλειμμα και θα προκριθεί ένα μοντέλο το οποίο θα ενδυναμώνει πραγματικά τους πολίτες της και την κοινωνία στο σύνολό της.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Arendt, H. (2020). Η ανθρώπινη κατάσταση.

Bookchin, M. (1995). From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship.

Καστοριάδης, Κ. (1989). Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία: Ομιλίες στην Ελλάδα. Ανακτήθηκε από: https://athens.indymedia.org/media/old/castoriadis_-_eksousia__politiki__autonomia__1989_.pdf

Το άρθρο Ευρωεκλογές και γιατί δεν ψηφίζω: Aνάλυση από μια αμεσοδημοκρατική σκοπιά εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/evroekloges/feed/ 0
Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος https://sekeris.gr/hannah-arendt-anakalyptontas-mia-spoudaia-polit/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=hannah-arendt-anakalyptontas-mia-spoudaia-polit https://sekeris.gr/hannah-arendt-anakalyptontas-mia-spoudaia-polit/#respond Mon, 04 Dec 2023 09:00:19 +0000 https://sekeris.gr/?p=597 Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος Η Hannah Arendt, αυτή η τεράστια μορφή της φιλοσοφίας και της πολιτικής θεωρίας, πέθανε σαν σήμερα – 4 Δεκεμβρίου του 1975. Η ζωή και το έργο της επηρεάστηκαν βαθιά από τα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρίας της ως Εβραία πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία. Αυτό το […]

Το άρθρο Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος

Η Hannah Arendt, αυτή η τεράστια μορφή της φιλοσοφίας και της πολιτικής θεωρίας, πέθανε σαν σήμερα – 4 Δεκεμβρίου του 1975. Η ζωή και το έργο της επηρεάστηκαν βαθιά από τα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρίας της ως Εβραία πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία. Αυτό το βιωματικό πλαίσιο προσδίδει μια μοναδική, οδυνηρή διάσταση στα γραπτά της, καθώς καθίσταται μάρτυρας και σχολιαστής σε μερικά από τα πλέον μετασχηματιστικά γεγονότα της εποχής της.

Στο magnum opus της, «Η ανθρώπινη κατάσταση», καταφέρνει βαθιές τομές στην πολιτική φιλοσοφία και εμβαθύνει στην ουσία του τι σημαίνει τελικά να είσαι άνθρωπος. Αμφισβητεί τις συμβατικές αντιλήψεις και ενθαρρύνει την επανεκτίμηση του ρόλου του ατόμου στην κοινωνία. Τονίζει τη σημασία της ενεργού συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα για την πραγματοποίηση της αληθινής ελευθερίας και την απόκτηση της ουσιαστικής ανθρώπινης ταυτότητας. Η υπεράσπιση της πολυφωνίας ως θεμελιώδους χαρακτηριστικού των ανθρώπινων κοινωνιών και η έμφαση που δίνει στη σημασία των διαφορετικών προοπτικών και στη ζωτικότητα του δημόσιου λόγου, συνεχίζει να έχει απήχηση στις συζητήσεις για το τι σημαίνουν τελικά πολιτική και δημοκρατία.

Πέρα από αυτό, η ανάλυσή της για τον ολοκληρωτισμό στο θεμελιώδες έργο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού», αποτελεί πρωτοποριακή συμβολή στην πολιτική σκέψη. Οι γνώσεις που προσέφερε για τη φύση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τη διάβρωση των ατομικών ελευθεριών και τη χειραγώγηση των κοινωνιών παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες πάντοτε. Η έννοια της «κοινοτοπίας του κακού» (βλ. Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας), που ανέπτυξε κατά την κάλυψη της δίκης του Adolf Eichmann – ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου των Ναζί και βασικού αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –  έφερε επανάσταση στις αντιλήψεις για την ηθική και την ανθρώπινη ευθύνη.

Υπονοώντας ότι τα συνηθισμένα άτομα μπορούν να διαπράξουν αποτρόπαιες πράξεις όταν αποποιούνται την προσωπική τους ευθύνη, η Arendt αμφισβήτησε τις κυρίαρχες έννοιες του κακού και της ηθικής. Παρατήρησε ότι ο Eichmann, αντί να είναι μια τερατώδης φανατισμένη φιγούρα – όπως θα περίμενε κανείς λόγω των φρικαλεοτήτων που είχε διαπράξει – έμοιαζε να είναι ένας συνηθισμένος γραφειοκράτης που απλώς ακολουθούσε εντολές. Η φράση της «κοινοτοπία του κακού» υποδήλωνε ότι άτομα όπως ο Eichmann μπορούσαν να ασκήσουν όλη αυτή τη βαρβαρότητα χωρίς απαραίτητα να οδηγούνται από ένα βαθιά ριζωμένο μίσος ή κακία. Αντίθετα, υποκινούνταν από την έλλειψη κριτικής σκέψης, αλλά και μια ανησυχητικά εγκόσμια προσήλωση στην εξουσία.

Ουσιαστικά, η πνευματική κληρονομιά της Hannah Arendt έγκειται στην ικανότητά της να προκαλεί κριτική σκέψη, να αμφισβητεί τους καθιερωμένους κανόνες και να παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της πολιτικής ζωής. Οι ιδέες της συνεχίζουν να εμπνέουν μελετητές, ακτιβιστές και στοχαστές σε όλους τους κλάδους, καθιστώντας την κομβική φιγούρα στη συζήτηση για την ηθική και την ουσιαστική πολιτική.

——

* Για όποια/ον ενδιαφέρεται υπάρχει και η αρκετά καλή βιογραφική ταινία “Hannah Arendt” (https://www.imdb.com/title/tt1674773/), η οποία εστιάζει στην κάλυψη της δίκης του Eichmann.

 

Το άρθρο Hannah Arendt, μια σπουδαία πολιτική φιλόσοφος εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/hannah-arendt-anakalyptontas-mia-spoudaia-polit/feed/ 0