Κορνήλιος Καστοριάδης Αρχεία - Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο https://sekeris.gr/tag/kornilios-kastoriadis/ Κοινά • Αυτονομία • Άμεση Δημοκρατία Fri, 12 Sep 2025 18:22:52 +0000 el hourly 1 https://wordpress.org/?v=6.8.3 https://sekeris.gr/wp-content/uploads/2023/03/cropped-fav-32x32.jpg Κορνήλιος Καστοριάδης Αρχεία - Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο https://sekeris.gr/tag/kornilios-kastoriadis/ 32 32 Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/#respond Sat, 12 Apr 2025 15:17:25 +0000 https://sekeris.gr/?p=1000 Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου Η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από την άμεση δημοκρατία την παρουσιάζει ως ένα όραμα ρομαντικό και ανέφικτο στον σύγχρονο κόσμο. Επικαλείται επί παραδείγματι την πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών, την έλλειψη χρόνου και διάθεσης των πολιτών, την επιρροή των ΜΜΕ, την ανάγκη για σταθερότητα κλπ. Ωστόσο, […]

Το άρθρο Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου

Η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από την άμεση δημοκρατία την παρουσιάζει ως ένα όραμα ρομαντικό και ανέφικτο στον σύγχρονο κόσμο. Επικαλείται επί παραδείγματι την πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών, την έλλειψη χρόνου και διάθεσης των πολιτών, την επιρροή των ΜΜΕ, την ανάγκη για σταθερότητα κλπ. Ωστόσο, αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, δεν έχει ουδέτερο πρόσημο, αλλά εκφράζει και αναπαράγει έναν κυρίαρχο λόγο, θεμελιωμένο στην ετερονομία.

Η συστηματική απόρριψη της άμεσης δημοκρατίας βασίζεται σε ένα σύνολο προκατασκευασμένων παραδοχών για τη φύση της κοινωνίας, της πολιτικής και του ανθρώπου, οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμοί διατήρησης του κυρίαρχου και σε καμία περίπτωση ως κριτικές τοποθετήσεις. Στην πραγματικότητα, η απαξίωση της άμεσης δημοκρατίας αντανακλά μια βαθύτερη κρίση πολιτικής φαντασίας, αλλά και εμπιστοσύνης προς την ικανότητα συλλογικής αυτοθέσμισης, τοποθετώντας την στο πεδίο του «ουτοπικού» και του «ανέφικτου».

Απέναντι σε αυτή τη θεσμισμένη απαξίωση, το παρόν κείμενο επιχειρεί να αποδομήσει τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται κατά της άμεσης δημοκρατίας, καταδεικνύοντας τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα και προτείνοντας έναν διαφορετικό τρόπο νοηματοδότησης της πολιτικής. Εμπνευσμένο από τη σκέψη στοχαστών όπως η Άρεντ και ο Καστοριάδης, το κείμενο αντιμετωπίζει την άμεση δημοκρατία όχι ως κάτι ρομαντικό που ανήκει στο παρελθόν, αλλά ως ανοιχτό πρόταγμα για το μέλλον: μια τροπικότητα του κοινωνικού πράττειν η οποία αρνείται την ανάθεση και επιδιώκει την αυτονομία.

Ας εξετάσουμε όμως ένα – ένα τα βασικά αντεπιχειρήματα για την άμεση δημοκρατία:

1. Η σύγχρονη κοινωνία είναι πολύπλοκη για να συμμετέχουν όλοι

Το επιχείρημα της πολυπλοκότητας – το πιο συχνό ίσως από όλα τα επιχειρήματα κατά της άμεσης δημοκρατίας – χρησιμοποιείται ευρέως για να δικαιολογήσει την ανάγκη της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αποτελεί μια μορφή συγκαλυμμένης ετερονομίας. Η επίκληση της πολυπλοκότητας προϋποθέτει πως υπάρχουν «ειδικοί» της πολιτικής που κατανοούν καλύτερα τα προβλήματα και, ως εκ τούτου, δικαιούνται να αποφασίζουν για τους άλλους (Καστοριάδης, 2000).

Ο Καστοριάδης τονίζει ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι το πεδίο της αυτόνομης δημιουργίας νοήματος. Η επίκληση στην ειδημοσύνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, αλλά αυτός δεν είναι φυσικά λόγος για να αφαιρεθεί η δυνατότητα της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται. Δεν υπάρχουν ειδικοί στην πολιτική. Εξάλλου η δημοκρατία δεν σημαίνει ότι όλοι γνωρίζουν τα πάντα, αλλά ότι όλοι έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των θεσμών που τους διέπουν (Καστοριάδης, 2000). Η γνώση είναι μέσο διαλόγου, όχι προνόμιο εξουσίας – διαφορετικά, ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε τεχνοκρατική επιβολή, ακυρώνοντας την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, δηλαδή τη δυνατότητα της συλλογικής αμφισβήτησης και αυτοθέσμισης (Lefort, 1986).

Η πολυπλοκότητα της κοινωνίας, λοιπόν, δεν είναι αντεπιχείρημα στην άμεση δημοκρατία, αλλά επιχείρημα υπέρ της: ακριβώς επειδή κανείς μόνος του δεν μπορεί να κατανοήσει τα πάντα, η συλλογική σκέψη και η διαβούλευση καθίστανται σήμερα πιο αναγκαίες από ποτέ (Bookchin, 2016). Η πολιτική δεν είναι υπόθεση τεχνικής διαχείρισης, αλλά πεδίο κοινού λόγου, διαφωνίας και δημιουργίας (Arendt, 2006).

2. Ο κόσμος δεν έχει χρόνο ή διάθεση να συμμετέχει

Η άποψη ότι η δημοκρατία οφείλει να προσαρμοστεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής φανερώνει μια βαθιά παρεξήγηση: το ζητούμενο δεν είναι η προσαρμογή της δημοκρατίας στις συνθήκες της καθημερινότητας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο – η αναδιαμόρφωση του τρόπου ζωής μας σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας.

Όταν υποστηρίζεται ότι οι άνθρωποι «δεν έχουν χρόνο» να συμμετέχουν στη λήψη συλλογικών αποφάσεων, τι εννοείται ουσιαστικά πέρα από την παραδοχή ότι ζουν με έναν τρόπο που τους αποξενώνει από τη δημόσια σφαίρα και τους περιορίζει στο ιδιωτικό; Αυτός ο ισχυρισμός δεν αποκαλύπτει ένα εγγενές πρόβλημα της δημοκρατίας, αλλά μια κοινωνική και πολιτισμική αλλοτρίωση. Η ελευθερία, άλλωστε, δεν συνιστά μια ατομική εσωτερική κατάσταση, αλλά μια συλλογική και πράττουσα σχέση με τον κόσμο.

Επιπλέον, η άποψη ότι η δημοκρατία είναι χρονοβόρα απορρέει από έναν συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο, διαμορφωμένο εντός των καθεστώτων ανάθεσης, γραφειοκρατίας και αποπολιτικοποίησης. Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει εσωτερικεύσει τη λογική του κατακερματισμού και της ιδιώτευσης, αδυνατώντας να φανταστεί τον εαυτό του ως δρων πολιτικό υποκείμενο. Όμως, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης (2000), η προϋπόθεση της αυτονομίας είναι ο μετασχηματισμός του φαντασιακού, δηλαδή μια ριζική ανακατασκευή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Συνεπώς, οφείλουμε να αναγνώσουμε την έλλειψη διάθεσης για συμμετοχή, ως έκφραση ενός αλλοτριωτικού φαντασιακού που χρειάζεται να μετασχηματιστεί.

Η άμεση δημοκρατία, δεν αποτελεί απλώς έναν θεσμικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, αλλά μια εναλλακτική μορφή ζωής, έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης στον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική παύει να είναι αγγαρεία ή υποχρέωση και καθίσταται οργανικό στοιχείο του ανθρώπινου βίου (Arendt, 2020; Bookchin, 2016). Όπως τονίζει η Arendt (2020), η πολιτική, δηλαδή η συμμετοχή, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την εργασία ή την κατανάλωση· είναι το πεδίο εκείνο όπου ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως πολίτης, ως δρων υποκείμενο που συν-δημιουργεί τον κοινό κόσμο, και όχι απλώς ως εκτελεστής προκαθορισμένων λειτουργιών.

3. Η κοινωνία είναι ευάλωτη στη χειραγώγηση από ΜΜΕ και δημαγωγούς

Πράγματι, ο κίνδυνος δημαγωγίας είναι υπαρκτός. Όμως είναι εντελώς εσφαλμένο να τον παρουσιάζουμε ως πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Αντιθέτως, σε ένα σύστημα αντιπροσώπευσης (ή κοινοβουλευτικό), η δημαγωγία είναι οργανικό στοιχείο. Τα ΜΜΕ και τα κόμματα χειραγωγούν τη βούληση των πολιτών σε μεγάλο βαθμό χωρίς καμία θεσμική αντίσταση (Chomsky, 1997;  Rancière, 2009). Τρανό παράδειγμα αποτελεί φυσικά η κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία λειτουργούν αποκλειστικώς ως φερέφωνα της κυβέρνησης.

Η διαφορά στην άμεση δημοκρατία είναι ότι η κοινωνία θέτει συλλογικά τα μέσα αυτοπροστασίας της. Δεν πρόκειται για μια ουτοπική, «τέλεια» κοινωνία, αλλά για μια κοινωνία που διαρκώς στοχάζεται πάνω στις παρεκκλίσεις της και μπορεί να τροποποιεί τα ίδια της τα θεσμικά εργαλεία (Καστοριάδης, 2000). Δηλαδή, δημιουργεί θεσμούς κριτικής, παιδείας και αυτογνωσίας, θεσμούς που δεν είναι στατικοί αλλά ανοιχτοί σε αμφισβήτηση και αναθεώρηση (Lefort, 1986).

Εξάλλου, δεν υπάρχει θεσμός που να εξασφαλίζει την ορθή κρίση – αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αναθέτουμε την κρίση στους άλλους. Η απάντηση στη δημαγωγία δεν είναι η ανάθεση, αλλά η επέκταση του δημόσιου χώρου της συζήτησης και της κριτικής (Arendt, 2020; Καστοριάδης, 2000). Μόνο μέσα από μια ενεργή δημόσια σφαίρα, όπου η πολιτική είναι πράξη και λόγος όλων, μπορεί η χειραγώγηση να αντιμετωπιστεί ως κοινό πρόβλημα και όχι ως ατομική «ευπιστία».

4. Η θεσμική συνέχεια και σταθερότητα είναι απαραίτητη

Αυτή είναι μια καθαρά συντηρητική θέση, που προβάλλει τη σταθερότητα ως αυταξία. Στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής και αντιπροσωπευτικής λογικής, η πολιτική σταθερότητα συγχέεται με την απουσία αλλαγής: θεωρείται ότι όσο λιγότερο μεταβάλλονται οι θεσμοί, τόσο περισσότερο διασφαλίζεται η «κανονικότητα» και η «ασφάλεια». Όμως, όλοι οι θεσμοί είναι ιστορικές δημιουργίες. Δεν υπάρχουν «αυτονόητοι» θεσμοί. Αν μια κοινωνία δεν μπορεί να αναστοχάζεται και να αλλάζει τους θεσμούς της, τότε έχει παραιτηθεί από τη δυνατότητα αυτονομίας της (Καστοριάδης, 1978). Εξάλλου το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός προσφέρει σταθερότητα είναι φαιδρό. Αν, για παράδειγμα, λάβει κανείς υπόψη του την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι τα μόνα που παραμένουν σταθερά είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η επέκταση της διαφθοράς και η αύξηση της πάσης φύσεως κρατικής βίας.

Η πραγματική σταθερότητα μιας κοινωνίας δεν εδράζεται στην ακινησία, την παράδοση ή την προσκόλληση σε αμετάβλητα σχήματα ζωής, αλλά στη βαθιά συνείδηση ότι είναι ικανή να επανεφευρίσκει τον εαυτό της· να ανανεώνει συλλογικά το νόημα της ύπαρξής της μέσα από τη διαρκή αμφισβήτηση, τον στοχασμό και τη δημιουργική πράξη (Καστοριάδης, 1978; Arendt, 2006). Η ακινησία, αν και παρουσιάζεται ως «τάξη» ή «κανονικότητα», υποκρύπτει την αδυναμία ενός κοινωνικού φαντασιακού να μετασχηματίζεται και να ανταποκρίνεται στις ιστορικές και υπαρξιακές προκλήσεις. Αντιθέτως, η γνήσια σταθερότητα είναι δυναμική: είναι η ικανότητα ενός λαού να αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον του, να αναστοχάζεται τις αξίες και τους θεσμούς του, και να επινοεί νέες μορφές νοήματος όταν οι παλιές καθίστανται άδειες ή παρακμασμένες.

5. Τα κινήματα για άμεση δημοκρατία αποτυγχάνουν

Η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων δεν απορρέει από την αδυναμία της άμεσης δημοκρατίας καθαυτής, αλλά από τη βαθιά ριζωμένη σύγκρουση με τον κυρίαρχο φαντασιακό σημασιακό ορίζοντα της ετερονομίας. Η κυρίαρχη φαντασιακή σημασία του σύγχρονου καπιταλισμού – που περιλαμβάνει τον ατομισμό, την κατανάλωση, την ανάθεση και την εξουσιολαγνεία – είναι αυτή που δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για την άμεση συμμετοχή και τη συλλογική αυτοθέσμιση.

Και βέβαια η ευθύνη της αριστεράς σε αυτή τη διαρκή αναπαραγωγή της ετερονομίας είναι καθοριστική, καθώς αντί να λειτουργεί ως φορέας ρήξης με αυτό το φαντασιακό, αναπαράγει την ίδια λογική του κρατισμού, του τεχνοκρατισμού και της ανάθεσης, περιοριζόμενη στη διαχείριση και όχι στην κριτική αναδημιουργία των θεσμών. Η υποχώρηση της στη «ρεαλιστική» διακυβέρνηση, στον οικονομισμό και στις διαχειριστικές πολιτικές αποκαλύπτει μια εγκατάλειψη του ίδιου του προτάγματος της ριζοσπαστικής πολιτικής. Η αναπαραγωγή του υπάρχοντος μέσω της ρητορικής του «εφικτού» εκμηδενίζει τις δυνατότητες για υπέρβαση και ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό (Bookchin, 2016).

Ωστόσο, το φαντασιακό ρήγμα δεν εξαφανίζεται. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν με αφορμή το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη αποτέλεσαν στιγμές αποσταθεροποίησης της ετερονομίας και ανάδυσης ενός άλλου κοινωνικού φαντασιακού. Το σύνθημα «δεν έχω οξυγόνο» απέκτησε πολιτική σημασία. Δεν είναι μια απλή κραυγή πόνου, οργής και πένθους, όπως θέλει να πιστεύει η πολιτική ελίτ. Έγινε ένα κοινωνικό αίτημα απόρριψης του αφηγήματος της αδυναμίας, της παραίτησης και της ανάθεσης. Στιγμές όπως αυτές, στις οποίες οι άνθρωποι παύουν να λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες και αναλαμβάνουν συλλογικά ρόλο δημιουργού του κοινωνικού νοήματος, αναβιώνουν το ερώτημα της αυτονομίας (Hardt & Negri, 2009).

Ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «αποτυχία» των κινημάτων για άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, θα έπρεπε να μιλάμε για εκδηλώσεις ενός βαθύτερου κοινωνικού δυναμικού, το οποίο, αν και καταπιεσμένο, καταφέρνει και αναδύεται σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Η φαινομενική «αποτυχία» είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση δύο ασυμβίβαστων φαντασιακών: από τη μια, του κυρίαρχου, ετερόνομου φαντασιακού που αναπαράγει την απάθεια και την ανάθεση, και από την άλλη, του χειραφετητικού φαντασιακού που διεκδικεί την αυτοθέσμιση και την ισότιμη συμμετοχή όλων. Τα κινήματα αυτά, ακόμη και όταν διαλύονται ή υποχωρούν, αφήνουν πίσω τους σπέρματα μετασχηματισμού. Αναδεικνύουν νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, καλλιεργούν συλλογικότητες, δημιουργούν δομές εναλλακτικής οργάνωσης.

Η άμεση δημοκρατία δεν είναι στιγμιαίο γεγονός που είτε «πετυχαίνει» είτε «αποτυγχάνει», αλλά μια διαρκής διεργασία κοινωνικού πειραματισμού, ένας αγώνας ενάντια στην αποξένωση και υπέρ της συλλογικής αυτενέργειας. Το γεγονός λοιπόν ότι τα κινήματα συχνά καταπνίγονται ή εκφυλίζονται δεν σημαίνει ότι είναι καταδικασμένα εκ των προτέρων και η «αποτυχία», δεν αφορά το ίδιο το πολιτικό πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας, αλλά την αδυναμία της κοινωνίας – σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες – να το θεσμίσει πλήρως.

7. Η πλειοψηφία δεν έχει πάντα δίκιο

Το επιχείρημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» είναι επίσης ένα επιχείρημα που επιστρατεύεται πολύ συχνά για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της λαϊκής βούλησης. Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, σε πρόσφατη δήλωσή του, αναφορικά με το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη, είπε: «πολλές φορές οι πολλοί δεν έχουν δίκιο», και επικαλέστηκε το κίνημα των Πλατειών του 2011 για να υπονοήσει ότι η λαϊκή κινητοποίηση εκείνης της περιόδου οδήγησε στην άνοδο του φασισμού και στους νεοναζί της  Χρυσής Αυγής.

Πρόκειται για μια αντιστροφή της πραγματικότητας που ταιριάζει με τη λογική της ανάθεσης και της πατερναλιστικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι «ανώριμος» και χρειάζεται καθοδήγηση. Δεν φταίνε τα μνημόνια, η διαφθορά, η προπαγάνδα των ΜΜΕ και η αυταρχική καταστολή· φταίει το ότι ο λαός βγήκε στις πλατείες. Ωστόσο, η άμεση δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της πλειοψηφίας. Πάνω από όλα είναι ένα πεδίο συμμετοχικού αναστοχασμού, στο οποίο η κοινωνία μπορεί να διορθώνει, να συζητά και να μετασχηματίζει τις ίδιες της τις αποφάσεις (Lefort, 1986). Η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος, και γι’ αυτό χρειάζονται θεσμοί ανοιχτοί, διαφανείς και αναστοχαστικοί.

Η αρχή της αυτονομίας στην άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αλάθητου συλλογικού σώματος, αλλά την εγκαθίδρυση δομών που επιτρέπουν την αέναη αναθεώρηση, τη διαρκή συμμετοχή, τη διαφωνία, την αυτοδιόρθωση. Η δημοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί το ορθό, αλλά μπορεί να εξασφαλίσει ότι η κοινωνία διαθέτει τους όρους για να μαθαίνει από τα λάθη της. Η λογική της αναστοχαστικής δημοκρατίας ανατρέπει το κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα. Δεν χρειάζεται «ειδικούς» να αποφασίζουν για το κοινό καλό· χρειάζεται ενεργούς πολίτες και συλλογικές διαδικασίες με διαρκή λογοδοσία. Έτσι, η δημοκρατία μετατρέπεται από σύστημα διακυβέρνησης σε τρόπο ζωής – ένα πεδίο συνεχούς αναστοχαστικής δημιουργίας στο οποίο κάθε απόφαση είναι προσωρινή, ανοιχτή σε κριτική και αποτέλεσμα συλλογικής διεργασίας.

8. Η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε παράλυση

Η αντίληψη ότι η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε χάος και παράλυση είναι αποτέλεσμα της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής προσέγγισης που βλέπει την πολιτική ζωή ως μια σειρά από κατακερματισμένες διαδικασίες που πρέπει να διοικούνται και να ρυθμίζονται αυστηρά από επαγγελματίες διαχειριστές. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στην ιδέα της «ευέλικτης διοίκησης» ή του νεοφιλελεύθερου «επιτελικού κράτους», η οποία θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του περιορισμού της συμμετοχής και της εξουσίας των πολιτών, εκχωρώντας αυτή την εξουσία σε στελέχη και «ειδικούς» που θεωρούνται πιο ικανοί να πάρουν τις σωστές αποφάσεις γρήγορα και αποτελεσματικά.

Ωστόσο, η πολιτική αδράνεια στην ελληνική πραγματικότητα δεν οφείλεται στην υπερβολική συμμετοχή, αλλά στην αποξένωση του πολιτικού συστήματος από τις κοινωνικές ανάγκες. Η συντεχνιακή διαχείριση και η κομματική λογική υποκαθιστούν τη δημόσια διαβούλευση, ενισχύοντας τη μη αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες και αποδεκτές αποφάσεις, καθώς ενσωματώνει την εμπειρική γνώση, ενισχύει τη νομιμοποίηση των θεσμών και μειώνει την αποξένωση από την πολιτική. Επιπλέον, η συμμετοχή ενδυναμώνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, περιορίζοντας την αυθαιρεσία και τη συγκέντρωση εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί πηγή δυσλειτουργίας, αλλά ίσα – ίσα αντίδοτο στην πολιτική αδράνεια, προσφέροντας ένα μοντέλο συλλογικής αυτενέργειας και κοινωνικής συνοχής (Bookchin, 2016).

Κοντολογίς, η «παράλυση» δεν προέρχεται από τη συμμετοχή, αλλά από την αδυναμία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να προάγει αυτή τη συμμετοχή με παραγωγικό και δημιουργικό τρόπο. Όταν οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική ζωή, δεν την οδηγούν στο χάος, αλλά σε έναν πιο υγιή και ενεργό δημόσιο διάλογο που ενδυναμώνει τις πολιτικές διαδικασίες και προάγει τη βιωσιμότητα των αποφάσεων.

9. Δεν υπάρχει λαός για να συμμετέχει – έχουμε ιδιώτες, όχι πολίτες

Το επιχείρημα ότι η ελληνική κοινωνία είναι «αποπολιτικοποιημένη» ή ότι δεν υπάρχει «λαός» ικανός να συμμετάσχει πολιτικά συγκαλύπτει το γεγονός ότι η αποπολιτικοποίηση δεν είναι η φυσική μας κατάσταση, αλλά αποτέλεσμα ιστορικών και θεσμικών πρακτικών που διαβρώνουν την έννοια του πολίτη. Ο κομματισμός και οι πελατειακές σχέσεις καλλιέργησαν μια κουλτούρα ανάθεσης και ωφελιμισμού, όπου το πολιτικό υποκείμενο αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής εξυπηρετήσεων και όχι ως δημιουργός συλλογικής βούλησης. Οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν να βλέπουν την πολιτική ως εργαλείο προσωπικού συμφέροντος και ρουσφετιού και όχι ως χώρο συλλογικής ευθύνης και δημιουργικής συμμετοχής.

Παράλληλα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου και η καταστολή της πολιτικής έκφρασης έχουν περιορίσει τις δυνατότητες δημόσιου διαλόγου. Η σύγχρονη αποπολιτικοποίηση δεν εκφράζει αδυναμία, αλλά ματαίωση: η συμμετοχή προϋποθέτει θεσμούς που να την ενθαρρύνουν και μια παιδευτική διαδικασία που να τη διαμορφώνει (Καστοριάδης, 2000). Η δημιουργία πολιτικά ενεργών πολιτών δεν είναι αυτονόητη· απαιτεί κοινωνικές και θεσμικές δομές που να ενθαρρύνουν την αυτονομία, τη δημόσια λογοδοσία και την κριτική σκέψη.

Η ευθύνη φυσικά ανήκει πρωτίστως σε όσους στοχεύουν σε μια κοινωνία αυτοθέσμισης, και όχι στους μηχανισμούς ενός ετερόνομου πολιτικού συστήματος που επιβιώνει από την απουσία πολιτών και τη διατήρηση ιδιωτών. Η άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει έναν ήδη έτοιμο λαό, αλλά δημιουργεί η ίδια τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου μέσω της πράξης της συμμετοχής.

Συμπερασματικά

Η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί μια αφελή ουτοπία, αλλά τη ριζοσπαστικότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής αυτονομίας – την έκφραση μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει τον εαυτό της ως συλλογικό δημιουργό των νόμων της. Τα επιχειρήματα που την απορρίπτουν, όπως αναλύθηκαν σε αυτό το κείμενο, δεν είναι ουδέτερα. Αντιθέτως, δείξαμε ότι αποτελούν ενσαρκώσεις του κυρίαρχου φαντασιακού της ετερονομίας: του φαντασιακού εκείνου που βλέπει τον άνθρωπο ως ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί, που αναθέτει τη σκέψη και τη βούληση σε ειδικούς, και που φοβάται την ανοιχτή σύγκρουση με το δεδομένο.

Αν θέλουμε μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερη και δίκαιη, δεν αρκεί να διαχειριζόμαστε τα συμπτώματα της ετερονομίας. Χρειάζεται να μετασχηματίσουμε το φαντασιακό που τα γεννά· να πάψουμε να νοούμε την πολιτική ως τεχνική διαχείρισης και την κοινωνία ως εξωτερικό πλαίσιο, και να τις αναστοχαστούμε ως πεδία δημιουργίας, πράξης και νοήματος. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, ούτε εξασφαλίζεται μέσω θεσμικής εγγύησης· είναι το διακύβευμα της αυτοθέσμισης – του ιστορικού εγχειρήματος με το οποίο μια κοινωνία αποφασίζει να γίνει το υποκείμενο της ίδιας της συγκρότησης της (Καστοριάδης, 2000).

Ποιος φοβάται λοιπόν την άμεση δημοκρατία; Την φοβούνται όσοι έχουν ανάγκη την ετερονομία για να υπάρξουν – είτε ως κυβερνώντες είτε ως παθητικοί διοικούμενοι. Την φοβούνται εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της ελευθερίας ως πράξης και όχι ως παροχής. Την φοβούνται, τέλος, όσοι καταλαβαίνουν – ίσως καλύτερα απ’ όλους – πως η άμεση δημοκρατία δεν υπόσχεται μια άλλη πολιτική μορφή, αλλά σε τελική ανάλυση, την ανάδυση ενός άλλου τύπου ανθρώπου.

 

Βιβλιογραφία

Arendt, H. (2006). Για την Επανάσταση. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Arendt, H. (2020). Η ανθρώπινη κατάσταση. Πατάκης.

Bookchin, M. (2016). Η οικολογία της ελευθερίας. Η ανάδυση και η διάλυση της κυριαρχίας. Αντιγόνη.

Chomsky, N. (1997). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής. Ελεύθερος Τύπος.

Hardt, M., & Negri, A. (2009). Commonwealth. Harvard University Press.

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Κέδρος.

Καστοριάδης, Κ. (2000). Η άνοδος της ασημαντότητας. ‘Ύψιλον

Lefort, C. (1986). The political forms of modern society: Bureaucracy, democracy, totalitarianism. MIT Press.

Rancière, J. (2009). Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, Δημοκρατία, Χειραφέτηση. Πεδίο.

 

Δείτε ακόμα: Άμεση Δημοκρατία: Εξερευνώντας τις ιδέες του Κορνήλιου Καστοριάδη

 

Το άρθρο Ποιος φοβάται την Άμεση Δημοκρατία; Κριτική στα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/amesi-dimokratia-kritiki-sta-epicheir/feed/ 0
Το κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής https://sekeris.gr/to-koinoniko-symvolaio-tis-psifiakis-e/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=to-koinoniko-symvolaio-tis-psifiakis-e https://sekeris.gr/to-koinoniko-symvolaio-tis-psifiakis-e/#respond Wed, 22 May 2024 10:51:35 +0000 https://sekeris.gr/?p=680 Το κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής

Το άρθρο Το κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Το κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής

Το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ

Στο κλασικό έργο του Ζαν – Ζακ Ρουσσώ, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (Du contrat social ou Principes du droit politique), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1762, ο Ελβετός στοχαστής θέτει ένα θεμελιώδες πλαίσιο για τη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Στο έργο αυτό ο συγγραφέας αναπτύσσει τη δική του θεωρία αναφορικά με τον καλύτερο και δικαιότερο τρόπο θέσμισης μιας πολιτικής κοινότητας, προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα της εμπορικής κοινωνίας. Ο Ρουσσώ υποστηρίζει ότι η νόμιμη πολιτική εξουσία προκύπτει από ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο πρέπει να συμφωνηθεί, να τηρηθεί και να προασπιστεί από όλους τους πολίτες, ώστε να επιτευχθούν συλλογικά οφέλη.

Τα βασικά στοιχεία του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι τα εξής:

  • Η Γενική Βούληση: Κεντρική θέση στη θεωρία του Ρουσσώ έχει η έννοια της «γενικής βούλησης», η οποία αντιπροσωπεύει το συλλογικό συμφέρον του λαού. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, η γενική βούληση δεν είναι απλώς το άθροισμα των ατομικών επιθυμιών αλλά, περισσότερο από αυτό, είναι το κοινό καλό που υπερβαίνει τα ατομικά συμφέροντα. Οι νόμοι και οι πολιτικές πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτή τη γενική βούληση ώστε να διασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του γενικού κοινωνικού συμφέροντος.
  • Η Κυριαρχία: Ο Ρουσσώ υποστηρίζει ότι η πραγματική κυριαρχία ανήκει στον λαό. Ο λαός, ως συλλογικότητα, κατέχει την απόλυτη εξουσία και αυτή η κυριαρχία είναι αναφαίρετη και αδιαίρετη. Οποιαδήποτε κυβέρνηση ή ηγεμόνας είναι απλώς εκπρόσωπος της λαϊκής βούλησης και πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτήν.
  • Η Ελευθερία και η Ισότητα: Ο Ρουσσώ πιστεύει ότι η σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου επιτρέπει στα άτομα να επιτύχουν την αληθινή ελευθερία και ισότητα. Συμφωνώντας με το κοινωνικό συμβόλαιο, τα υποκείμενα αποκτούν πολιτική ελευθερία και νομική ισότητα, σε αντίθεση με τη φυσική ελευθερία και ανισότητα που υπάρχουν στη φυσική κατάσταση. Αυτή η πολιτική ελευθερία επιτυγχάνεται μέσω της τήρησης των νόμων που τα ίδια τα άτομα ορίζουν για τον εαυτό τους στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, ως μέρος της γενικής βούλησης.
  • Η Νόμιμη Εξουσία: Ο Ρουσσώ υποστηρίζει ότι η νόμιμη πολιτική εξουσία μπορεί να προκύψει μόνο από το κοινωνικό συμβόλαιο. Η εξουσία που δεν απορρέει από τη συλλογική σύμβαση του λαού δεν είναι θεμιτή. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή διακυβέρνησης πρέπει να βασίζεται στη συναίνεση των διοικούμενων και πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με τη γενική βούληση.
  • Η Άμεση Δημοκρατία: Ο Ρουσσώ υποστηρίζει την άμεση δημοκρατία, όπου οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική διαδικασία. Στέκεται με δυσπιστία απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία – την οποία αρκετά χρόνια αργότερα ο Καστοριάδης (2010) θα χαρακτηρίσει φιλελεύθερη ολιγαρχία, αφαιρώντας της τη δημοκρατική διάσταση – φοβούμενος ότι μπορεί να οδηγήσει στην απόσπαση των κυβερνώντων από τη βούληση του λαού. Στην ιδανική κοινωνία του Ρουσσώ, οι πολίτες συγκεντρώνονται για να λάβουν αποφάσεις συλλογικά, διασφαλίζοντας ότι οι νόμοι αντικατοπτρίζουν άμεσα τη γενική βούληση.
  • Η Ανισότητα: Ο Ρουσσώ στέκεται επίσης κριτικά στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που προκύπτουν στην κοινωνία. Πιστεύει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να στοχεύει στη μείωση αυτών των ανισοτήτων και στην προώθηση μιας πιο δίκαιης κατανομής των πόρων και των ευκαιριών. Αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη διασφάλιση ότι η γενική βούληση είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική όλων των μελών της κοινωνίας.

Τελικά, το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ παρουσιάζει ένα όραμα μιας πολιτικής κοινότητας όπου τα άτομα ενώνονται κάτω από μια συλλογική σύμβαση για να επιτύχουν την ελευθερία, την ισότητα και το κοινό καλό μέσω της ενεργού συμμετοχής και της τήρησης της γενικής βούλησης. Υποστηρίζει δε, ότι η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στην υπακοή σε έναν νόμο που ορίζει κανείς στον εαυτό του, ευθυγραμμίζοντας έτσι τα προσωπικά και συλλογικά συμφέροντα. Έτσι, το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι απλώς μια συμφωνία μεταξύ των ατόμων για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης, αλλά μια δέσμευση για συλλογική αυτοδιοίκηση. Ο κυρίαρχος, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι ένας μονάρχης ή μια άρχουσα ελίτ αλλά ο ίδιος ο λαός, που ενεργεί συλλογικά μέσω της άμεσης δημοκρατίας. Κάθε πολίτης συμμετέχει άμεσα στη διαμόρφωση νόμων και των πολιτικών, διασφαλίζοντας ότι η διακυβέρνηση είναι έκφραση της γενικής βούλησης (Ρουσσώ, 1762/1986).

Το κοινωνικό συμβόλαιο στην ψηφιακή εποχή

Στη σημερινή, ψηφιακή εποχή, οι αρχές που περιγράφονται από τον Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο,  μπορούν να ξαναδιαβαστούν με τις νέες δυνατότητες, αλλά και τις νέες προκλήσεις που επιφέρει η τεχνολογία. Οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν τους τρόπους με τους οποίους ασκούμε την άμεση δημοκρατία, καθιστώντας το όραμα του Ρουσσώ πιο εφικτό αλλά ταυτόχρονα πιο περίπλοκο. Ας δούμε επιγραμματικά κάποιες διευκολύνσεις και κάποια σημεία που χρήζουν προσοχής:

Α. Διευκόλυνση της Δημοκρατίας

Ενισχυμένη Συμμετοχή

Οι ψηφιακές πλατφόρμες μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τη συμμετοχή των πολιτών διευκολύνοντας τη συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία. Τα διαδικτυακά συστήματα ψηφοφορίας και τα φόρουμ για δημόσια διαβούλευση μπορούν να μειώσουν τα εμπόδια στη συμμετοχή, επιτρέποντας σε ένα ευρύτερο τμήμα του πληθυσμού να συμβάλει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (Gil de Zúñiga, Jung, & Valenzuela, 2012). Με τον τρόπο αυτόν επιτρέπεται η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ της κυβέρνησης και των πολιτών, δημιουργώντας ένα πιο αφοσιωμένο και ενημερωμένο πολιτικό σώμα.

Διαφάνεια και υπευθυνότητα

Η ψηφιακή εποχή μπορεί επίσης να προωθήσει μεγαλύτερη διαφάνεια στη διακυβέρνηση. Η τεχνολογία Blockchain, για παράδειγμα, η οποία αποτελεί μια εξαιρετική λύση για την ασφάλεια, την επαλήθευση και την κοινή χρήση δεδομένων σε ένα αποκεντρωμένο δίκτυο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διεξαγωγή ασφαλών ψηφισμάτων και ενεργειών διακυβέρνησης, διασφαλίζοντας ότι οι διαδικασίες είναι ανοιχτές σε έλεγχο και μειώνοντας τον κίνδυνο διαφθοράς (Zyskind, Nathan, & Pentland, 2015). Ωστόσο, υπάρχουν προκλήσεις, όπως η κατανάλωση ενέργειας, η οποία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και να αντιμετωπιστεί προκειμένου να έχουμε την πλήρη αξιοποίηση αυτής της τεχνολογίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το επίπεδο διαφάνειας είναι ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς και τη διασφάλιση ότι η γενική βούληση εκπροσωπείται με ακρίβεια.

Ταχύτητα και αποτελεσματικότητα

Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων μπορούν να επιταχυνθούν με τα ψηφιακά μέσα. Οι προτάσεις μπορούν να διαδοθούν γρήγορα, οι συζητήσεις μπορούν να γίνουν σε πραγματικό χρόνο και οι ψήφοι μπορούν να μετρηθούν αμέσως, κάνοντας τους μηχανισμούς της άμεσης δημοκρατίας να ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας (Bimber, 1999). Αυτή η αυξημένη αποτελεσματικότητα μπορεί φυσικά να οδηγήσει σε πιο έγκαιρες πολιτικές αποφάσεις.

Β. Παρεμπόδιση της  Δημοκρατίας

Ψηφιακό Χάσμα

Δεν έχουν όλοι ίση πρόσβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες. Το ψηφιακό χάσμα στην πρόσβαση και την επάρκεια στην τεχνολογία με βάση την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τη γεωγραφία, αλλά και την ηλικία και άλλους παράγοντες μπορεί να αποκλείσει σημαντικά τμήματα του πληθυσμού από τη συμμετοχή σε ψηφιακές δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η ψηφιακή ανισότητα υπονομεύει βεβαίως τη συμπερίληψη και την άρση των ανισοτήτων που οραματίστηκε ο Ρουσσώ και την οποία πρεσβεύει το πολίτευμα της Άμεσης Δημοκρατίας. Οι προσπάθειες να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα θα πρέπει να επιταχυνθούν ώστε να διασφαλιστεί ότι η ψηφιακή δημοκρατία θα μειώσει και δεν θα επιδεινώσει τελικά τις ήδη υπάρχουσες – τεράστιες – ανισότητες.

Παραπληροφόρηση και χειραγώγηση

Ζούμε στην εποχή του πληθωρισμού της πληροφορίας. Το ψηφιακό τοπίο είναι γεμάτο με παραπληροφόρηση, fake news και λευκό θόρυβο. Η ραγδαία ψηφιοποίηση της ζωής ενέχει κινδύνους υποδούλωσης μέσω της διαστρέβλωσης της γενικής βούλησης με τη διάδοση ψευδών πληροφοριών και την πόλωση της κοινής γνώμης (Τάσης, 2019). Οι χειριστικοί φορείς μπορούν να εκμεταλλευτούν τις ψηφιακές πλατφόρμες για να επηρεάσουν τις δημόσιες αποφάσεις με τρόπους που δεν αντικατοπτρίζουν το πραγματικό συλλογικό συμφέρον, αποτελώντας σημαντική απειλή για την ακεραιότητα της δημοκρατίας.

Προβλήματα απορρήτου και ασφάλειας

Οι πρωτοβουλίες για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στην άσκηση της δημοκρατίας, πρέπει να αντιμετωπίσουν επίσης τα ζητήματα ιδιωτικότητας και ασφάλειας δεδομένων. Η πιθανότητα παρακολούθησης και παραβίασης δεδομένων μπορεί να αποτρέψει τους πολίτες από το να συμμετέχουν ελεύθερα και ανοιχτά σε ψηφιακές δημοκρατικές διαδικασίες. Η χρήση ισχυρών μέτρων ασφαλείας και η προστασία του απορρήτου των χρηστών καθίσταται έτσι ζωτικής σημασίας για την προώθηση ενός ασφαλούς και αξιόπιστου ψηφιακού δημοκρατικού περιβάλλοντος.

Η ουσία της συζήτησης

Ενώ οι ψηφιακές πλατφόρμες μπορούν να διευκολύνουν τη συμμετοχή, η ουσιαστική συζήτηση παραμένει μια πρόκληση. Το βάθος και η ποιότητα των συζητήσεων που οραματίστηκε ο Ρουσσώ είναι δύσκολο να επιτευχθεί σε διαδικτυακά περιβάλλοντα όπου ο λόγος μπορεί να είναι κατακερματισμένος, επιπόλαιος και επιφανειακός. Η θέσμιση ψηφιακών χώρων οι οποίοι θα ενθαρρύνουν τον στοχαστικό διάλογο με σεβασμό, είναι απαραίτητη για την υλοποίηση της διαβουλευτικής πτυχής της άμεσης δημοκρατίας.

Συμπέρασμα

Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ μας παρέχει ένα θεμελιώδες πλαίσιο για την κατανόηση των δυνατοτήτων και των προκλήσεων της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας στην άσκηση του πολιτεύματος της άμεσης δημοκρατίας. Για τη δημιουργία δηλαδή ενός κοινωνικού συμβολαίου στην ψηφιακή εποχή. Ενώ οι ψηφιακές πλατφόρμες δύνανται να λειτουργήσουν επικουρικά στην υλοποίηση κάποιων πτυχών του οράματος του Ρουσσώ, ενισχύοντας τη συμμετοχή, τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα, παρουσιάζουν επίσης σημαντικές προκλήσεις. Η διασφάλιση της συμπεριληπτικότητας και της ισότιμης πρόσβασης, η προστασία από την παραπληροφόρηση και η διασφάλιση του απορρήτου, είναι ζωτικής σημασίας για μια δημοκρατία που αντανακλά πραγματικά τη γενική βούληση.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρόλο που τα μέσα εμπλουτίζονται και βελτιώνουν κάποια πράγματα, όσον αφορά στις διαδικασίες και μόνο, ο σκοπός και το ζητούμενο είναι πάντοτε η ίδια η ουσία της συζήτησης και το τι κάνουμε προκειμένου να κινηθούμε προς μια κατεύθυνση χειραφέτησης της κοινωνίας. Η βασική αρχή της δημοκρατίας πραγματοποιείται μονάχα όταν η κοινωνία έχει τη δυνατότητα του πράττειν και αυτό γίνεται μέσα από τους θεσμούς που προκύπτουν μέσω της ρητής και διαυγασμένης συλλογικής αυτοθέσμισης (Καστοριάδης, 2000).

 

Βιβλιογραφία

Καστοριάδης, Κ. (2000). Η άνοδος της ασημαντότητας.

Καστοριάδης, Κ. (2010). Ακυβέρνητη κοινωνία. Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974 – 1997.

Ρουσσώ, Z.Z. (1986). Το κοινωνικό συμβόλαιο.

Τάσης, Θ. (2019). Ψηφιακός ανθρωπισμός. Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη.

Bimber, B. (1999). The Internet and Citizen Communication With Government: Does the Medium Matter? Ανακτήθηκε από: https://rahmawati.umy.ac.id/wp-content/uploads/2021/10/TOPIK-4-internet-dan-komunikasi-pemerintahan-upload.pdf

Gil de Zúñiga, H., Jung, N., & Valenzuela, S. (2012). Social media use for news and individuals’ social capital, civic engagement and political participation. Journal of Computer-Mediated Communication, 17(3), 319-336. https://doi.org/10.1111/j.1083-6101.2012.01574.x

Graham, T., & Wright, S. (2015). Vote online? Policy proposals for overcoming the turnout and participation problems with internet voting. Journal of Information Technology & Politics, 12(2), 113-131. https://doi.org/10.1080/19331681.2015.1018975

Zyskind, G., Nathan, O., & Pentland, A. (2015). Decentralizing privacy: Using blockchain to protect personal data. https://doi.org/10.1109/SPW.2015.27

 

Το άρθρο Το κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/to-koinoniko-symvolaio-tis-psifiakis-e/feed/ 0
Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη https://sekeris.gr/eleftheri-voulisi-apo-ton-kant-ston-kastor/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=eleftheri-voulisi-apo-ton-kant-ston-kastor https://sekeris.gr/eleftheri-voulisi-apo-ton-kant-ston-kastor/#respond Thu, 04 Jan 2024 20:02:17 +0000 https://sekeris.gr/?p=644 Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη

Το άρθρο Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη

Εισαγωγή

Η ελεύθερη βούληση είναι μια θεματική η οποία απασχολεί τη φιλοσοφική συζήτηση εδώ και αιώνες. Οι έννοιες της αυτονομίας και της ετερονομίας της βούλησης έχουν αναδειχθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια (βλ. ιστορία του Οιδίποδα) ως θεμελιώδη ζητήματα σε συζητήσεις γύρω από την ηθική, την ηθική φιλοσοφία και την ανθρώπινη ελεύθερη – ή μη – δράση. Ο Immanuel Kant, μια κομβική φυσιογνωμία της γερμανικής φιλοσοφίας του 18ου αιώνα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος του 20ου αιώνα, συνέβαλαν ο καθένας με ξεχωριστές προοπτικές σε αυτές τις φιλοσοφικές συζητήσεις, βοηθώντας μας να ρίξουμε φως στην περίπλοκη φύση της ανθρώπινης βούλησης.

Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού του Immanuel Kant, όπως διατυπώνεται στο σημαντικό έργο του «Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών» προσδίδει μεγάλη βαρύτητα στην έννοια της αυτονομίας. Σύμφωνα με τον Kant (1984), η αυτονομία αναφέρεται στην εγγενή ικανότητα των λογικών υποκειμένων να ορίζουν ηθικές αρχές για τον εαυτό τους, απαλλαγμένοι από εξωτερικές επιρροές. Η αντιπαράθεση αυτονομίας και ετερονομίας, στο πλαίσιο του Kant, οριοθετεί την αντίθεση μεταξύ της «αυτό-νομοθέτησης» που καθοδηγείται από τη λογική από τη μία και του εξωτερικού προσδιορισμού της βούλησης λόγω μιας σειράς παραγόντων από την άλλη.

Ο Καστοριάδης, από τη μεριά του, επέκτεινε τον λόγο για την αυτονομία πέρα από την ατομική σφαίρα, ενσωματώνοντας κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Η έννοια της φαντασιακής θέσμισης, που εισήγαγε στο μνημειώδες έργο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», θέτει την αυτονομία ως μια συλλογική και δυναμική διαδικασία αυτοθέσμισης από τις κοινωνίες. Εδώ, η αυτονομία περιλαμβάνει τη συνεχή δέσμευση των ατόμων στη διαμόρφωση των συλλογικών φαντασιακών, αμφισβητώντας τις συμβατικές απόψεις της ετερόνομης επιβολής και υπογραμμίζοντας τον κεντρικό ρόλο της ανθρώπινης δημιουργικότητας στη διαμόρφωση των κοινωνικών νοημάτων (Καστοριάδης, 1978).

Εξετάζοντας τις προοπτικές των δύο στοχαστών, στοχεύουμε στο να ξεδιαλύνουμε την περιπλοκότητα που περιβάλλει την ανθρώπινη δράση και τη δυναμική μεταξύ του ατομικού ορθολογισμού και των κοινωνικών επιρροών. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε να συμβάλουμε στην κατανόηση των φιλοσοφικών θεμελίων που διέπουν τη βούληση και τις εκδηλώσεις της στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

1. Η προοπτική του Immanuel Kant & η Καντιανή κατηγορική προστακτική

Στον πυρήνα της σκέψης του Kant βρίσκεται η έννοια της κατηγορικής προστακτικής, αρχής που λειτουργεί ως καθολικός ηθικός νόμος που προέρχεται από τη λογική (Kant, 1984). Η κατηγορική προστακτική, όπως διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο, απαιτεί από τα άτομα να ενεργούν σύμφωνα με αρχές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με συνέπεια ως κάποιος παγκόσμιος νόμος. Έτσι, η αυτονομία – μέσα στο καντιανό πλαίσιο – επιτυγχάνεται όταν τα άτομα ενεργούν σύμφωνα με την κατηγορική προστακτική, με γνώμονα δηλαδή τις ορθολογικές αρχές που έχουν καθολική εφαρμογή.

Η κατηγορική προστακτική χρησιμεύει ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της ηθικής αξίας μιας πράξης. Για τον Kant (1984), η ηθική μιας πράξης δεν εξαρτάται από τις συνέπειές της, αλλά μάλλον από την πρόθεση πίσω από αυτήν και τη συμμόρφωσή της με τις καθολικές αρχές της κατηγορικής προστακτικής. Αυτή η έμφαση στην ορθολογική διατύπωση των ηθικών αρχών υπογραμμίζει το όραμα του Kant για την αυτονομία ως ικανότητα βούλησης σύμφωνα με παγκόσμιους νόμους που προέρχονται από την ίδια τη λογική.

Διακρίνοντας την αυτονομία από την ετερονομία, ο Kant σκιαγραφεί μια θεμελιώδη διχοτόμηση που ορίζει τη φύση της ανθρώπινης βούλησης. Η αυτονομία, για τον ίδιο, όπως αναφέραμε στην εισαγωγή περιλαμβάνει την ικανότητα των λογικών υποκειμένων να θέτουν ηθικές αρχές για τον εαυτό τους (Kant, 1984). Με άλλα λόγια, είναι η ικανότητα να ενεργείς σύμφωνα με αυτό-επιβαλλόμενους, ορθολογικούς νόμους αντί να καθορίζεσαι από εξωτερικούς παράγοντες. Αντίθετα, η ετερονομία αντιπροσωπεύει μια κατάσταση στην οποία η βούληση καθορίζεται από εξωτερικές επιρροές όπως επιθυμίες, κλίσεις ή κοινωνικά πρότυπα.

Ο Kant υποστηρίζει επιπλέον ότι η ηθική αξία μιας πράξης έγκειται στην αυτονομία της. Έτσι, στο καντιανό πλαίσιο, οι ετερόνομες ενέργειες, θεωρούνται λιγότερο σημαντικές ηθικά. Κεντρική θέση στην φιλοσοφία του έχει επίσης η ιδέα του ηθικού καθήκοντος και η έννοια της καθολικότητας. Αυτή η επιμονή στην καθολικότητα ευθυγραμμίζεται με την αυτονομία της βούλησης, καθώς οι ηθικές αρχές πρέπει να είναι εφαρμόσιμες σε όλα τα λογικά υποκείμενα, αντανακλώντας την ιδέα ενός αυτό-επιβαλλόμενου, καθολικά έγκυρου νόμου.

Συνοψίζοντας, η οπτική του Kant για την αυτονομία της βούλησης περιστρέφεται γύρω από την κατηγορική προστακτική, η οποία απαιτεί από τα υποκείμενα να ενεργούν σύμφωνα με καθολικές αρχές που προέρχονται από τη λογική. Η αυτονομία, όπως την οραματίστηκε ο φιλόσοφος, στηρίζεται στην ικανότητα να θέτει κανείς ηθικές αρχές για τον εαυτό του με βάση τη λογική σκέψη, διακρίνοντάς την έτσι από την ετερονομία, όπου η βούληση καθορίζεται από εξωτερικές επιρροές.

2. Η προοπτική του Κορνήλιου Καστοριάδη & η φαντασιακή θέσμιση

Ο Καστοριάδης από την άλλη, εισάγει την έννοια του κοινωνικού φαντασιακού, τονίζοντας τη συλλογική και δημιουργική ικανότητα των ατόμων μέσα σε μια κοινωνία να φαντάζονται και να κατασκευάζουν το νόημα και τη δομή του κοινωνικού τους κόσμου (Καστοριάδης, 1978). Σε αντίθεση με την έμφαση που δίνει ο Kant στις ορθολογικές αρχές που καθοδηγούν την ατομική αυτονομία, ο Καστοριάδης επεκτείνει την αυτονομία για να συμπεριλάβει μια συλλογική διάσταση. Η αυτονομία, στο πλαίσιο του Καστοριάδη, δεν είναι απλώς η ανεξαρτησία της ατομικής βούλησης, αλλά αντίθετα περιλαμβάνει τη συνεχή, συμμετοχική διαδικασία της κοινωνικής αυτο-θέσμισης.

Αυτό το κοινωνικό φαντασιακό, όπως περιγράφεται από τον Καστοριάδη, είναι ο δυναμικός χώρος όπου οι κοινωνίες εμπλέκονται ενεργά στη συνεχή δημιουργία και αναδημιουργία των αξιών, των κανόνων και των θεσμών τους. Η αυτονομία, σε αυτό το πλαίσιο, εκφράζεται μέσω της συλλογικής προσπάθειας για ενεργή διαμόρφωση και διακυβέρνηση του κοινωνικού τοπίου αντί της προσκόλλησης σε εξωτερικά επιβεβλημένες δομές (ετερονομίες).

Ο Καστοριάδης (1978) τονίζει επιπλέον την κοινωνικο-ιστορική διάσταση της αυτονομίας, υποστηρίζοντας ότι οι κοινωνίες διαθέτουν την εγγενή ικανότητα να θεσμοθετούνται και να επανιδρύονται με την πάροδο του χρόνου. Σε αντίθεση με τη στατική αντίληψη του Kant για την ατομική αυτονομία, ο Καστοριάδης οραματίζεται την αυτονομία ως μια δυναμική και εξελισσόμενη διαδικασία. Οι κοινωνίες, σύμφωνα με τον Έλληνα φιλόσοφο, συμμετέχουν ενεργά στο διαρκές εγχείρημα της αυτό-δημιουργίας, αμφισβητώντας τις ντετερμινιστικές απόψεις για την κοινωνική αναπαραγωγή. Η κοινωνικο-ιστορική διάσταση υποδηλώνει ότι η αυτονομία δεν είναι μια προκαθορισμένη κατάσταση, αλλά μια ανοιχτή, ακαθόριστη διαδικασία όπου τα υποκείμενα συμβάλλουν συνεχώς στη διαμόρφωση της συλλογικής τους ύπαρξης. Η αυτονομία, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι κάτι σταθερό και αμετάβλητο, αλλά μια συνεχής δημιουργική προσπάθεια.

Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Καστοριάδη κατέχει λοιπόν ο ισχυρός δεσμός μεταξύ αυτονομίας και δημιουργικότητας, καθώς η πρώτη, είναι περίπλοκα συνδεδεμένη με την ικανότητα των υποκειμένων να δημιουργούν μέσα σε μια κοινωνία. Με τη συνεχή δημιουργία κοινωνικών μορφών, κανόνων και νοημάτων, τα υποκείμενα ασκούν την αυτονομία τους και συμβάλλουν με τον τρόπο αυτόν στη συνεχιζόμενη φαντασιακή κατασκευή του κοινωνικού κόσμου (Καστοριάδης, 1978). Η δημιουργικότητα, κατά την άποψη του Καστοριάδη, είναι έτσι μια θεμελιώδης έκφραση της αυτονομίας. Δίνει τη δυνατότητα στις κοινωνίες να αντισταθούν στη στασιμότητα, να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να ανταποκριθούν στις αναδυόμενες προκλήσεις. Δεν είναι δηλαδή μια παθητική προσήλωση σε προϋπάρχουσες νόρμες, αλλά αντίθετα αποτελεί μια ενεργή εμπλοκή στη φαντασιακή δημιουργία των κοινωνικών δομών.

Συμπερασματικά, η οπτική του Καστοριάδη για την αυτονομία αποτελεί μια ρητή απόκλιση από τις παραδοσιακές απόψεις. Η έννοια της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας εισάγει μια συλλογική και δυναμική διάσταση στην αυτονομία, δίνοντας έμφαση στη συνεχή δημιουργική ενασχόληση των ατόμων στη διαμόρφωση της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Η φιλοσοφία του Καστοριάδη μας προκαλεί να επανεκτιμήσουμε την έννοια της καντιανής αυτονομίας, προτρέποντάς μας να εξετάσουμε τις κοινωνικές, ιστορικές και δημιουργικές πτυχές που συμβάλλουν στη συνεχιζόμενη διαδικασία της αυτοθέσμισης.

3. Έχουμε τελικά ελεύθερη βούληση;

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Kant βεβαιώνει την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης στο πλαίσιο της ηθικής του φιλοσοφίας, αφού την βλέπει στενά συνδεδεμένη με την έννοια της αυτονομίας. Εφόσον τα υποκείμενα διαθέτουν την ικανότητα για ηθική αυτονομία, τότε με βάση τη λογική σκέψη, δεν μπορεί παρά να διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, αυτή η ικανότητα ηθικής αυτονομίας είναι που συνιστά την αληθινή ελευθερία (Kant, 1984). Παρά τις εξωτερικές επιρροές δηλαδή, τα υποκείμενα έχουν τη δύναμη να ενεργούν σύμφωνα με ορθολογικές ηθικές αρχές που απορρέουν από την κατηγορική προστακτική. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, έχουμε μια μορφή ελεύθερης βούλησης, αν και εντός των ορίων των ηθικών περιορισμών.

Ο Καστοριάδης (1978) αναγνωρίζει την ύπαρξη δημιουργικής αυτονομίας μέσα στις κοινωνίες, δίνοντας έμφαση στη συλλογική και ιστορική διάσταση της ανθρώπινης δράσης. Υποστηρίζει έτσι ότι τα άτομα συμμετέχουν ενεργά στη συνεχή διαδικασία της αυτοθέσμισης. Κατά την άποψη του Καστοριάδη, η ελεύθερη βούληση – όπως αυτή γίνεται εμφανής στη διαμόρφωση του κοινωνικού κόσμου – απορρέει από τη δημιουργική αυτή διάσταση της αυτονομίας. Το κοινωνικό φαντασιακό, είναι τρανή απόδειξη της ελεύθερης βούλησης των υποκειμένων. 

Ενώ τόσο ο Kant, όσο και ο Καστοριάδης συνεισφέρουν πολύτιμες γνώσεις στην κατανόηση της ανθρώπινης δράσης και της αυτονομίας, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης παραμένει αντικείμενο φιλοσοφικής και επιστημονικής συζήτησης. Επιπλέον, παράγοντες όπως ο ντετερμινισμός (αιτιοκρατία), δηλαδή η αποδοχή ύπαρξης μιας καθολικής αιτιώδους και νομοτελειακής συνάφειας όλων των φαινομένων, οι κοινωνικές επιρροές και οι περιορισμοί της ανθρώπινης ορθολογικότητας περιπλέκουν την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε για παράδειγμα, τις σύγχρονες επιστημονικές συζητήσεις και ειδικότερα αυτές της νευροεπιστήμης, οι οποίες συνεχίζουν να διερευνούν τη συμβατότητα της ελεύθερης βούλησης με την αιτιοκρατία.

Συμπέρασμα

Συγκρίνοντας τις φιλοσοφικές προοπτικές του Immanuel Kant και του Κορνήλιου Καστοριάδη, γίνεται φανερό ότι και οι δύο στοχαστές προσφέρουν διακριτές αλλά συμπληρωματικές γνώσεις για τη φύση της ανθρώπινης δράσης, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δυναμικής που διαμορφώνουν το ηθικό μας τοπίο. Ωστόσο, είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μας να σημειωθεί ότι η αντίληψη του Καστοριάδη για την αυτονομία είναι πολύ πιο συλλογική και δυναμική από την ατομικιστική οπτική του Kant.

Η έμφαση του Kant στην ατομική αυτονομία επικεντρώνεται γύρω από την ορθολογική διατύπωση των ηθικών αρχών, όπως εκδηλώνεται στην κατηγορική προστακτική. Με την έμφαση που δίνει στις καθολικές αρχές και το ηθικό καθήκον, ο Kant, παρέχει ένα ισχυρό πλαίσιο για την κατανόηση της ατομικής ηθικής δράσης μέσα σε ένα ορθολογικό πλαίσιο.
Από την άλλη, ο Καστοριάδης πλαταίνει την υπόθεση της αυτονομίας εισάγοντας την έννοια της φαντασιακής θέσμισης. Ο φιλόσοφος οραματίζεται την αυτονομία ως μια συλλογική και δυναμική διαδικασία, δίνοντας έμφαση στον συνεχή αναστοχασμό και στην διαρκή αναδημιουργία κοινωνικών αξιών, κανόνων και θεσμών. Η κοινωνικο-ιστορική διάσταση της αυτονομίας, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, υπογραμμίζει την ενεργό συμμετοχή των ατόμων στη διαμόρφωση της συλλογικής τους ύπαρξης μέσα από τις φαντασιακές δημιουργικές τους προσπάθειες.

Εν κατακλείδι, ενώ η εστίαση του Kant στην ατομική αυτονομία παρέχει ένα αρχικό πλαίσιο για την κατανόηση της ηθικής λήψης αποφάσεων και της προσωπικής ευθύνης, ο Καστοριάδης εμπλουτίζει τη συζήτηση ενσωματώνοντας τις κοινωνικές και ιστορικές διαστάσεις της αυτονομίας και μας καλεί να αναγνωρίσουμε την αυτονομία ως μια συλλογική προσπάθεια, όπου τα άτομα συμβάλλουν ενεργά στη συνεχή οικοδόμηση των κοινωνικών δομών. Ειδικότερα, αναφορικά με την ελεύθερη βούληση, σύμφωνα με τον Kant, τα άτομα έχουν μια μορφή ελεύθερης βούλησης που εκδηλώνεται μέσω της ηθικής αυτονομίας, ενώ ο Καστοριάδης εισάγει αυτή την ευρύτερη προοπτική δίνοντας έμφαση στη συλλογική και δημιουργική αυτονομία εντός των κοινωνιών, η οποία συνεπάγεται φυσικά ελεύθερη βούληση, μακριά από ετερονομίες. Ο βαθμός στον οποίο τελικά αυτές οι έννοιες ευθυγραμμίζονται με την έννοια της ελεύθερης βούλησης εξαρτάται από τη φιλοσοφική στάση και την ερμηνεία αυτών των θεωριών στο πλαίσιο ευρύτερων συζητήσεων για τον ντετερμινισμό και την ανθρώπινη δράση.

Βιβλιογραφία

Kant, I. (1984). Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών. Αθήνα: ΔΩΔΩΝΗ.
Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.

Το άρθρο Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/eleftheri-voulisi-apo-ton-kant-ston-kastor/feed/ 0
Δημοκρατία & ΑΙ: Η τεχνητή νοημοσύνη ως Κοινό https://sekeris.gr/dimokratia-ai-i-techniti-noimosyni-os/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=dimokratia-ai-i-techniti-noimosyni-os https://sekeris.gr/dimokratia-ai-i-techniti-noimosyni-os/#respond Thu, 30 Nov 2023 14:26:31 +0000 https://sekeris.gr/?p=590 Δημοκρατία & ΑΙ: Η τεχνητή νοημοσύνη ως Κοινό

Το άρθρο Δημοκρατία & ΑΙ: Η τεχνητή νοημοσύνη ως Κοινό εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Δημοκρατία & τεχνητή νοημοσύνη

Στη εποχή της καλπάζουσας τεχνολογικής προόδου, η διαφαινόμενη κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης (AI) μας παραπέμπει σε ένα σταυροδρόμι βαθιάς αλλαγής. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν χρειάζεται να είναι απλώς άλλο ένα καπιταλιστικό εργαλείο χειραγώγησης, ελέγχου και εξουσίας – αντίθετα μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός πιθανού καταλύτη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι οραματικές ιδέες στοχαστών όπως ο Murray Bookchin, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο George Caffentzis και ο David Bollier συγκλίνουν για να φωτίσουν το δρόμο προς μια νέα προοπτική. Αυτό το άρθρο ξεκινά την εξερεύνηση μιας ριζοσπαστικής ιδέας: η Τεχνητή Νοημοσύνη ως Κοινό.  Ένα επαναστατικό παράδειγμα που μας καλεί να αναστοχαστούμε έννοιες όπως η εξουσία, η δημοκρατία, η συνεργασία και η καινοτομία. Καθώς εξετάζουμε τις ιδέες αυτών των στοχαστών, ανακαλύπτουμε ένα όραμα που ξεπερνά τα συμβατικά όρια, προτρέποντάς μας να φανταστούμε ένα μέλλον όπου οι δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης συνυφαίνονται με την  δημοκρατική διακυβέρνηση και τη συλλογική πρόοδο.

Αποκεντρωμένη Οικολογική Δημοκρατία και τεχνητή νοημοσύνη

Στη σφαίρα της επαναστατικής σκέψης, λίγες προσωπικότητες είναι τόσο εξέχουσες όσο ο Murray Bookchin. Ένας οραματιστής του οποίου οι ιδέες για την κοινωνική οικολογία και την οικολογική δημοκρατία έχουν γίνει ακρογωνιαίοι λίθοι για όσους αναζητούν μια βιώσιμη και δημοκρατική μετασχηματιστική κοινωνική προοπτική.  Στην καρδιά του οράματός του βρίσκεται η έννοια της αποκεντρωμένης οικολογικής δημοκρατίας – μια πολυδιάστατη προσέγγιση μεταξύ των ανθρώπινων κοινοτήτων και του περιβάλλοντος στο οποίο κατοικούν.

Επιγραμματικά, οι έννοιες  που πραγματεύεται ο Bookchin (2016) αφορούν:

α) Στην αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας, καθώς υποστηρίζει την κατανομή της εξουσίας λήψης αποφάσεων στις τοπικές κοινωνίες αντί για τη συγκέντρωση της σε μακρινούς και συχνά γραφειοκρατικούς θεσμούς.

β) Στην οικολογική συνείδηση, την οποία συνυφαίνει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση, καθώς υποστηρίζει ότι η αληθινή δημοκρατία απαιτεί κατανόηση και αρμονία με το φυσικό περιβάλλον (βλ. Κοινωνική Οικολογία). Σε αυτό το πλαίσιο, οι οικολογικές αρχές καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων, διασφαλίζοντας ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι σε συγχρονισμό με τα ευρύτερα οικοσυστήματα στα οποία κατοικούν.

Στην ουσία, το όραμα του Bookchin υπερβαίνει την απλή πολιτική αποκέντρωση και προτείνει μια ολιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας με βάση τις οικολογικές αρχές και την άμεση δημοκρατία. Αυτή η αποκεντρωμένη οικολογική δημοκρατία επιδιώκει να δημιουργήσει μια αρμονική ισορροπία μεταξύ των ανθρώπινων κοινοτήτων και του περιβάλλοντος, αναγνωρίζοντας την αλληλεξάρτηση της κοινωνικής και της οικολογικής ευημερίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΙ δεν χρειάζεται να υποβιβαστεί σε δευτερεύοντα ρόλο, αλλά μπορεί κάλλιστα να αναδειχτεί ως κεντρική δύναμη στην αναμόρφωση της διακυβέρνησης. Ας φανταστούμε για παράδειγμα έναν κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη, αντί να εδραιώνει την εξουσία, γίνεται ο καταλύτης για την αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο. Πρόκειται για μια τεχνολογική επανάσταση με σκοπό – την ανύψωση της τοπικής αυτονομίας και την προώθηση μιας αρμονικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και φύσης. Η ενσωμάτωση της ΑΙ στον ιστό της αποκεντρωμένης διακυβέρνησης του οράματος του Bookchin, αποτελεί τη βάση αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί τεχνολογικά Κοινά. Αυτό δεν θέτει φυσικά την τεχνητή νοημοσύνη ως απομονωμένο εργαλείο, αλλά αντιθέτως την τοποθετεί ως αναπόσπαστο μέρος των κοινοτικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Μια ενδεχομενικότητα όπου ο αλγοριθμικός παλμός της ΑΙ συγχρονίζεται με τον παλμό των τοπικών κοινωνιών, ενισχύοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις που ευθυγραμμίζονται με τις οικολογικές αρχές.

Αυτή η επανάσταση δεν σκοπεύει να επιβάλλει μια τεχνολογική ηγεμονία, αντίθετα στοχεύει στο ξεκλείδωμα των δυνατοτήτων για αρμονική συνύπαρξη. Δυνατότητες που αφορούν στη χρήση της ΑΙ για τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των πόρων, τον μετριασμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την ενδυνάμωση των κοινοτήτων να γίνουν διαχειριστές της ζωής τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα κάλεσμα να δημιουργήσουμε ένα μέλλον όπου η τεχνολογία δεν θα διαταράξει, αλλά θα συνεργαστεί στην προσπάθειά μας για οικολογική βιωσιμότητα και αποκεντρωμένη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Το ζήτημα της Αυτονομίας και η σφυρηλάτηση μιας νέας αφήγησης για την τεχνητή νοημοσύνη

Οι ιδέες του Κορνήλιου Καστοριάδη, διαδραματίζουν επίσης καταλυτικό ρόλο για μια βαθιά επαναξιολόγηση της σχέσης μας με την τεχνολογία, ιδιαίτερα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης. Στον πυρήνα της φιλοσοφίας του βρίσκεται φυσικά η ιδέα της Αυτονομίας – μια ρητή δήλωση ότι τα άτομα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία, τον αναστοχασμό και την ανα-δημιουργία των κοινωνικών θεσμών που διέπουν τις ζωές τους. Αυτό το πράγμα δεν αποτελεί μονάχα ένα πολιτικό ιδεώδες αλλά μια θεμελιώδη εγγενή πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης (Καστοριάδης, 1978).

Ο Καστοριάδης εισάγει την έννοια της «Φαντασιακής Θέσμισης», μιας δυναμικής διαδικασίας όπου τα άτομα συμβάλλουν συλλογικά στη διαμόρφωση της δικής τους πραγματικότητας. Σε αντίθεση με τις στατικές κοινωνικές δομές, αυτό το πλαίσιο οραματίζεται την κοινωνία ως μια ρευστή και εξελισσόμενη οντότητα, με ενεργά και συμμετέχοντα υποκείμενα, τα οποία βρίσκονται σε έναν συνεχή μετασχηματιστικό διάλογο. Σε αυτό το δυναμικό τοπίο, η Αυτονομία δεν αποτελεί τον προορισμό, αλλά μάλλον ένα διαρκώς εξελισσόμενο ταξίδι αυτοθέσμισης.

Πώς θα μπορούσε άραγε η τεχνητή νοημοσύνη να αποτελέσει μέρος αυτής της περίπλοκης κατάστασης;

Η Καστοριαδική σκέψη μας αποτρέπει από τον δυστοπικό κίνδυνο του να επιτρέψουμε ως κοινωνία την εγκαθίδρυση μιας ετερονομίας βασισμένης στην ΑΙ ως μια εξωτερική δύναμη που υπαγορεύει τους κανόνες. Αντίθετα οφείλουμε να τη δούμε ως ένα εργαλείο μέσα στη συλλογική ανθρώπινη εργαλειοθήκη. Ένα εργαλείο που, ενώ στερείται – και θα πρέπει να στερείται – αυτόνομης δράσης, έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην διευκόλυνση της καθημερινής ζωής. Σε αυτή την προοπτική, η ΑΙ γίνεται αντανάκλαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Ένας καθρέφτης που ενισχύει και προκαλεί την φαντασία της κοινωνίας μας. Αντί να είναι συνδημιουργός, η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται ένα εύπλαστο όργανο που διαμορφώνεται από το ανθρώπινο φαντασιακό. Είναι μια τεχνολογική επέκταση της ικανότητάς μας να φανταστούμε και να καινοτομούμε, ικανή να συμβάλει στη συνεχή αφήγηση της κοινωνικής δημιουργίας.

Σε μια κοινωνία όπου η τεχνητή νοημοσύνη είναι συνυφασμένη με τις ανθρώπινες προσπάθειες, όχι ως αυτόνομη οντότητα αλλά ως διευκολυντής της συλλογικής φαντασίας, έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα εργαλείο εξερεύνησης, ένας μηχανισμός για την ενίσχυση των γνωστικών μας ικανοτήτων και τη διεύρυνση των οριζόντων αυτού που μπορούμε συλλογικά να οραματιστούμε. Σε αυτή τη συμβιωτική σχέση, η Αυτονομία δεν διακυβεύεται, αλλά αντίθετα εμπλουτίζεται από τις νέες δυνατότητες που ξεδιπλώνονται μέσω της ΑΙ στη σφαίρα της φαντασιακής θέσμισης.

Όταν εφαρμόζονται οι ιδέες του Καστοριάδη για την Αυτονομία, στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, μας οδηγούν στο να προσεγγίσουμε την τεχνολογία με διαύγεια και επίγνωση. Να αναγνωρίσουμε τις δυνατότητες και τους κινδύνους της ΑΙ ως εργαλείου που μπορεί είτε να ενισχύσει το κοινωνικό φαντασιακό είτε να το αμφισβητήσει. Σε αυτήν την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της τεχνολογικής προόδου, ανιχνεύονται τα  σπέρματα μιας μετασχηματιστικής φάσης. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν πρέπει να πάρει τον ρόλο του δημιουργού. Αντίθετα, πρέπει να αποτελέσει μια ανταποκρινόμενη οντότητα, με επικουρική λειτουργία στην ανθρώπινη φαντασία και δημιουργικότητα, οι οποίες είναι πάντοτε αυτές που καθορίζουν τις ιστορίες των κοινωνιών.

Τεχνολογική ενδυνάμωση και καινοτομία χωρίς αποκλεισμούς

Με φόντο έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από διάχυτη οικονομική ανισότητα, ο George Caffentzis – σημαντικός εκπρόσωπος του ρεύματος του αυτόνομου μαρξισμού – μας προκαλεί με τη σειρά του να αντιμετωπίσουμε τις παγιωμένες ανισότητες στην τεχνολογική πρόσβαση και μας βοηθά στο να εισάγουμε τη ριζοσπαστική ιδέα ενός Κοινού τεχνητής νοημοσύνης. Η σκέψη του Caffentzis (2013) μας καλεί να αποδομήσουμε τα εμπόδια προς την ευρεία πρόσβαση στις τεχνολογικές εξελίξεις, τοποθετώντας την τεχνολογία ως καθολικό πανανθρώπινο δικαίωμα. Μας καλεί να οραματιστούμε έναν ισότιμο κόσμο όπου τα οφέλη της τεχνολογικής εξέλιξης δεν περιορίζονται αποκλειστικά στους λίγους προνομιούχους, αλλά μοιράζονται γενναιόδωρα στους πολλούς. Σε αυτό το οραματικό τοπίο, τα Κοινά της τεχνητής νοημοσύνης έχουν τη δυνατότητα να γίνουν δυναμικός καταλύτης για την εξίσωση των όρων του ανταγωνισμού, τη διάνοιξη μονοπατιών για συνεργασία και την παροχή νέων δυνάμεων και δυνατοτήτων για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες.

Μιλάμε για έναν κόσμο όπου η τεχνολογία υπερβαίνει τον ρόλο της ως πολυτέλεια και γίνεται ένα εγγενές δικαίωμα προσβάσιμο σε όλους. Πρόκειται δηλαδή για το όραμα μιας περιεκτικής τεχνολογικής ουτοπίας όπου οι καρποί της τεχνητής νοημοσύνης δεν αποθησαυρίζονται από την ελίτ, αλλά διανέμονται δίκαια μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, καθεμία από τις οποίες έχει την εξουσία να συμμετέχει ενεργά στη συνεχιζόμενη τεχνολογική αφήγηση. Προκειμένου όμως να συμβούν όλα αυτά τα πράγματα, χρειάζεται καταρχάς να διερευνηθούν οι δομικές θεσμικές αλλαγές που απαιτούνται. Και φυσικά χρειάζεται να ξεκινήσουμε ως κοινωνία τις απαραίτητες μετασχηματιστικές διαδικασίες προς την εξάλειψη των συστημικών εμποδίων της τεχνολογικής αυτής ενσωμάτωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο Κοινά τεχνητής νοημοσύνης δεν αναδεικνύονται μόνο ως θεραπεία για την οικονομική ανισότητα, αλλά ως ακρογωνιαίος λίθος για την καλλιέργεια της καινοτομίας και της συλλογικής ενδυνάμωσης των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων. Δεν αποτελούν απλώς ένα εννοιολογικό ιδεώδες, αλλά πολύ παραπάνω από αυτό, αποτελούν μια μετασχηματιστική δύναμη με εκτεταμένες επιπτώσεις για την κοινωνική ισότητα και τη συνεργασία. Χρησιμεύουν κοντολογίς ως ένα χωνευτήριο για την επώαση καινοτόμων λύσεων, αξιοποιώντας όμως τη συλλογική νοημοσύνη των διαφορετικών κοινοτήτων. Με τον τρόπο αυτό αποκλίνουν από τα συμβατικά παραδείγματα, όπου η καινοτομία συχνά συγκεντρώνεται σε προνομιούχες σφαίρες και αντίθετα γίνονται πηγή δύναμης για τις κοινότητες που ιστορικά βρίσκονται στο περιθώριο της τεχνολογικής προόδου. Μέσω της εκδημοκρατισμένης πρόσβασης σε τεχνολογίες ΑΙ, οι κοινότητες όχι μόνο αποκτούν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες προκλήσεις τους, αλλά επίσης αποκτούν τη δυνατότητα να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διαμόρφωσης της τροχιάς της τεχνολογίας. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος σηματοδοτεί μια απομάκρυνση από το ιεραρχικό και αποκλειστικό μοντέλο καινοτομίας, ωθώντας μας προς ένα μέλλον όπου τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου μοιράζονται και το τοπίο της καινοτομίας εμπλουτίζεται από την ποικιλομορφία των φωνών που συμβάλλουν στη συλλογική αφήγηση. Ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας δεν είναι απλώς ένα ευγενές ιδανικό, αλλά ένα επιτακτικό βήμα προς μια πιο δίκαιη, δημοκρατική και αλληλεπιδρούσα παγκόσμια κοινωνία.

Βασισμένη στα Κοινά Ομότιμη Παραγωγή στην εποχή της AI

Σε ένα αρκετά παρόμοιο πλαίσιο, οι ιδέες ενός άλλου ακτιβιστή και σημαντικού στοχαστή των Κοινών, του David Bollier, μας εισάγουν σε ένα μετασχηματιστικό παράδειγμα όπου τα άτομα δημιουργούν και διαχειρίζονται τους πόρους συνεργατικά. Στο όραμα του Bollier (2016) για την Βασισμένη στα Κοινά Ομότιμη Παραγωγή (ΒΚΟΠ), η AI μεταφράζεται σε μια κοινή προσπάθεια, όπου η συλλογική νοημοσύνη συγκλίνει για να προωθήσει την καινοτομία πέρα από τα συμβατικά όρια. Η σύλληψη των Κοινών τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο του Bollier υπερβαίνει τους περιορισμούς της ατομικής ιδιοκτησίας και προσφέρει μια οραματική πορεία προς την ανοιχτή συνεργασία, ανοίγοντας τις πύλες σε ένα ζωντανό οικοσύστημα συνεργατικής νοημοσύνης.

Η ΒΚΟΠ είναι στην πραγματικότητα μια συλλογική προσέγγιση όπου τα άτομα συμμετέχουν ενεργά τόσο στη δημιουργία όσο και στη διαχείριση των κοινών πόρων (Bollier, 2016). Όσον αφορά στην ΑΙ, αυτό σηματοδοτεί μια ρητή απόκλιση από τις συμβατικές δομές του αποκλειστικού ελέγχου της γνώσης και της τεχνολογίας. Αντίθετα, ο Bollier μας προσκαλεί να οραματιστούμε ένα μέλλον όπου η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι μια κοινή προσπάθεια, η οποία ωθείται από την ανοιχτή ανταλλαγή γνώσης και την – χωρίς περιορισμούς –  καινοτομία. Η ΒΚΟΠ, όπως εισήχθη από τον Bollier, λειτουργεί καθ’ αυτόν τον τρόπο με βάση την αρχή της συλλογικής νοημοσύνης. Σηματοδοτεί μια απομάκρυνση από τα ιεραρχικά καπιταλιστικά μοντέλα, δίνοντας έμφαση στην ισότιμη συμμετοχή διαφορετικών φωνών στη δημιουργία και τη διαμόρφωση των τεχνολογιών. Σε αυτό το συνεργατικό οικοσύστημα, τα άτομα συνεισφέρουν όχι ως απομονωμένες οντότητες αλλά ως διασυνδεδεμένοι κόμβοι, αλληλεπιδρώντας συλλογικά με τις προκλήσεις και τις δυνατότητες που παρουσιάζουν οι τεχνολογίες ΑΙ.

Οραματίζεται λοιπόν μια κοινή τεχνητή νοημοσύνη που υπερβαίνει το να είναι μια απλή αποθήκη κοινής γνώσης. Γίνεται ένας ζωντανός και δυναμικός χώρος όπου η συλλογική ανθρώπινη νοημοσύνη συγκλίνει, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η καινοτομία ανθίζει χωρίς τους περιορισμούς των παραδοσιακών ορίων. Το πλαίσιο του Bollier μας οδηγεί σε ένα μέλλον όπου η ανάπτυξη των τεχνολογιών ΑΙ χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, κοινή τεχνογνωσία και συλλογική δέσμευση για την αντιμετώπιση των πιεστικών προκλήσεων της εποχής μας. Ουσιαστικά, η ομότιμη παραγωγή θέτει τις βάσεις για ένα νέο συνεργατικό ήθος όπου η συλλογική νοημοσύνη γίνεται η κινητήρια δύναμη πίσω από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Αυτό το μετασχηματιστικό σχέδιο όχι μόνο προκαλεί τα υπάρχοντα παραδείγματα, αλλά ανοίγει επίσης το δρόμο για ένα μέλλον όπου οι απεριόριστες ανθρώπινες δυνατότητες της αξιοποιούνται μέσω της δύναμης της συνεργατικής καινοτομίας. Σε αυτήν την κοινή προσπάθεια, οι προκλήσεις της εποχής μας αντιμετωπίζονται κατά μέτωπο, καθώς η ανθρωπότητα κινητοποιείται συλλογικά για να αντιμετωπίσει τα πολύπλοκα ζητήματα που υπερβαίνουν τις ατομικές ικανότητες.

Επιπλέον, αμφισβητεί την υπάρχουσα δυναμική ισχύος και απαιτεί εκδημοκρατισμό της γνώσης καταργώντας τις ιεραρχίες που παραδοσιακά εμποδίζουν τη συμμετοχή διαφορετικών φωνών στη διαμόρφωση του μέλλοντος της τεχνητής νοημοσύνης. Καταρρίπτοντας τα εμπόδια και ενισχύοντας ένα ήθος συμμετοχικότητας, τα κοινά AI, σύμφωνα με το μοντέλο του Bollier, γίνονται σύμβολο συλλογικής ενδυνάμωσης, όπου τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου μοιράζονται δίκαια μεταξύ των συντελεστών.

Σύνθεση: Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως Κοινό

Καθώς συνυφαίνουμε τις φιλοσοφίες της Οικολογικής Δημοκρατίας του Bookchin, της Αυτονομίας του Καστοριάδη, των Αντικαπιταλιστικών Κοινών του Caffentzis και της Βασισμένης στα Κοινά Ομότιμης Παραγωγής του Bollier, ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια πολλαπλότητα πιθανοτήτων. Το όραμα της τεχνητής νοημοσύνης ως κοινού πόρου υπερβαίνει τη σφαίρα των ιδεαλιστικών φιλοδοξιών και αναδύεται ως ένα ρεαλιστικό μονοπάτι, που οριοθετεί ένα μέλλον όπου η τεχνολογία γίνεται υπηρέτης του κοινού καλού.

Προχωρώντας πέρα από την απλή θεωρητική συγχώνευση, αισιοδοξούμε αυτή η ανάλυση να γίνει ένα επιτακτικό κάλεσμα για δράση, το οποίο θα προσκαλέσει την κοινωνία να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς των παρωχημένων και αποτυχημένων κυρίαρχων παραδειγμάτων. Μια προτροπή να αναγνωρίσουμε το μετασχηματιστικό δυναμικό της τεχνητής νοημοσύνης όταν αυτή διαχειρίζεται ως Κοινό και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την τεχνολογία με τρόπο που να δίνει προτεραιότητα στη συλλογική ευημερία.

Στοχεύουμε στην ανάδειξη της δυνατότητας μιας βαθιάς αλλαγής προοπτικής, η οποία μας ωθεί να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους το κυρίαρχο παράδειγμα περιορίζει τον εκδημοκρατισμό της καινοτομίας και της γνώσης. Η προοπτική της τεχνητής νοημοσύνης ως κοινός πόρος είναι κατά τη γνώμη μας  μια ουσιαστική επιταγή η οποία μας προκαλεί να αξιολογήσουμε τις κοινωνικές δομές που είτε διευκολύνουν είτε εμποδίζουν αυτόν τον εκδημοκρατισμό. Το ταξίδι προς τα Κοινά της Τεχνητής Νοημοσύνης σηματοδοτεί για εμάς μια συλλογική αφύπνιση – μια αναγνώριση της τεράστιας δύναμης που κατέχει η κοινωνία όταν διατελεί στο σταυροδρόμι της τεχνολογίας με τη δημοκρατία.

Βιβλιογραφία

Bollier, D. (2016). Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή. Βριλήσσια Αττικής: Angelus Novus.

Bookchin, M. (2016). Η Οικολογία της Ελευθερίας. Θεσσαλονίκη: Αντιγόνη.

Caffentzis, G. (2013). In letters of blood and fire: Work, machines, and the crisis of capitalism. PM Press.

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.

 

Το άρθρο Δημοκρατία & ΑΙ: Η τεχνητή νοημοσύνη ως Κοινό εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/dimokratia-ai-i-techniti-noimosyni-os/feed/ 0
Πολιτική ανυπακοή και το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας https://sekeris.gr/politiki-anypakoi-kai-to-protagma-tis/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=politiki-anypakoi-kai-to-protagma-tis https://sekeris.gr/politiki-anypakoi-kai-to-protagma-tis/#respond Tue, 19 Sep 2023 16:41:07 +0000 https://sekeris.gr/?p=564 Πολιτική ανυπακοή και το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας Εισαγωγή Η πολιτική ανυπακοή έχει από καιρό αναγνωριστεί από μελετητές, κοινωνικούς επιστήμονες και συγγραφείς (λ.χ. H. D. Thoreau) ως ένα ισχυρό εργαλείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από μεμονωμένα άτομα, όσο και από τις διάφορες ομάδες, ώστε να εκφράσουν τη διαφωνία τους ενάντια στους άδικους νόμους […]

Το άρθρο Πολιτική ανυπακοή και το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
Πολιτική ανυπακοή και το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας

Εισαγωγή

Η πολιτική ανυπακοή έχει από καιρό αναγνωριστεί από μελετητές, κοινωνικούς επιστήμονες και συγγραφείς (λ.χ. H. D. Thoreau) ως ένα ισχυρό εργαλείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από μεμονωμένα άτομα, όσο και από τις διάφορες ομάδες, ώστε να εκφράσουν τη διαφωνία τους ενάντια στους άδικους νόμους και πολιτικές. Στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια μορφή μη βίαιης διαμαρτυρίας, η οποία αμφισβητεί την εξουσία του κράτους και εφιστά την προσοχή γύρω από ηθικούς προβληματισμούς και ανησυχίες. Αυτό το άρθρο διερευνά την έννοια της πολιτικής ανυπακοής – όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον H. D. Thoreau – και τη σχέση της με το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας, όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Εξετάζει δηλαδή το πως η πολιτική ανυπακοή μπορεί να συμβάλει στη σύλληψη, την ανάπτυξη και την υλοποίηση της Άμεσης Δημοκρατίας και πως μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο για τη δημοκρατική αλλαγή και την προώθηση ενός συμμετοχικού και χωρίς αποκλεισμούς πολιτικού συστήματος.

Πολιτική Ανυπακοή: Ένας καταλύτης για την αλλαγή

Η πολιτική ανυπακοή εξ’ ορισμού, ως μορφή πολιτικής δράσης, αμφισβητεί το status quo και διαταράσσει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας. Δεν συνιστά απλώς μια πράξη περιφρόνησης, απεναντίας αποτελεί μια θεμελιώδη δημοκρατική πρακτική η οποία βοηθά στην αποκάλυψη των εγγενών ελαττωμάτων και των αδικιών μέσα στην υπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας. Ο Henry David Thoreau, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 19ου αιώνα, στο θεμελιώδες έργο του, “Civil Disobedience” («Πολιτική Ανυπακοή»), εκθέτει την πίστη του στην ηθική αναγκαιότητα της αντίστασης στους άδικους νόμους και στην κυβερνητική εξουσία, με μη βίαια μέσα. Οι ιδέες του για την πολιτική ανυπακοή έχουν αφήσει ένα διαχρονικό αποτύπωμα στην πολιτική σκέψη και στον ακτιβισμό, αντηχώντας στην σκέψη προσωπικοτήτων όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ.

Το φιλοσοφικό πλαίσιο του Thoreau, βασίζεται στην αρχή ότι ένα άτομο έχει ηθικό καθήκον να αντιτίθεται σε νόμους και πολιτικές που αντιβαίνουν στη συνείδηση ​​και την ηθική του πυξίδα. Ισχυρίζεται ότι οι πολίτες πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στη συνείδησή τους, έναντι της τυφλής υπακοής και τήρησης του νόμου, θεωρώντας μάλιστα το καθήκον αυτό, ως θεμελιώδη πτυχή της ατομικής ακεραιότητας (Thoreau, 1849). Ο ισχυρισμός του, πηγάζει από τη σταθερή του πεποίθηση ότι μια δίκαιη διακυβέρνηση οφείλει να ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης. Με την παρουσία δηλαδή μιας άδικης κυβέρνησης ή νομοθεσίας, τα άτομα έχουν την ηθική υποχρέωση να αντισταθούν και να αμφισβητήσουν αυτές τις αδικίες.

Ο Thoreau τονίζει τη σημασία της παθητικής αντίστασης, η οποία αποφεύγει τη βίαιη αντιπαράθεση και αντ’ αυτού υποστηρίζει τη μη συμμόρφωση με τους άδικους νόμους, καθώς – σύμφωνα με τη λογική του – τα υποκείμενα, αρνούμενα να συνεργαστούν με ένα άδικο σύστημα, έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν τον μηχανισμό καταπίεσης χωρίς να καταφύγουν στη βία. Υποστηρίζει επιπλέον ότι τέτοιες πράξεις – μη βίαιης αντίστασης – μπορούν να χρησιμεύσουν ως ισχυρό εργαλείο για κοινωνική μεταβολή και να υποκινήσουν την ηθική συνείδηση ​​της κοινωνίας γενικότερα (Thoreau, 1849).

Η ιδέα του Thoreau για την πολιτική ανυπακοή είναι βαθιά ριζωμένη στον σκεπτικισμό του απέναντι στην αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Θεωρεί ότι τα άτομα δεν πρέπει να αποδέχονται τυφλά την εξουσία του κράτους, αλλά μάλλον να αξιολογούν κριτικά τις πράξεις του και τους νόμους που αυτό τους επιβάλλει. Ο Thoreau τάσσεται υπέρ της περιορισμένης διακυβέρνησης και της αυτοδιακυβέρνησης, πιστεύοντας ότι οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των νόμων και των πολιτικών που τους διέπουν. Οι ιδέες του δηλαδή, εκτείνονται πέρα ​​από το άτομο, συμπεριλαμβάνοντας την ευρύτερη κοινότητα. Υποστηρίζει, ότι οι πολίτες πρέπει να ενωθούν αλληλέγγυα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν μια ουσιαστική αλλαγή, καθώς η συλλογική ανυπακοή ενισχύει τον αντίκτυπο των ατομικών ενεργειών και μπορεί να ασκήσει ουσιαστική πίεση στην κυβέρνηση για να διορθώσει τις αδικίες.

Πολιτική Ανυπακοή στην Άμεση Δημοκρατία

Ο Καστοριάδης από τη μεριά του, στοχαστής της αυτονομίας και της σύγχρονης συζήτησης για την Άμεση Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η πολιτική ανυπακοή χρησιμεύει ως μια στιγμή ρήξης (Castoriadis, 1997, σ. 235) κατά την οποία τα άτομα και οι πολιτικές ομάδες αρνούνται να αποδεχθούν τη νομιμότητα ορισμένων νόμων ή πολιτικών. Αυτή η ρήξη μπορεί να δημιουργήσει έναν χώρο για κριτικό προβληματισμό και συζήτηση για την κοινωνία και εντός της κοινωνίας, με ανοιχτό το ενδεχόμενο για την αναζήτηση μιας δημοκρατικής θέσμισης και την ανάδυση του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.

Ο Καστοριάδης οραματίστηκε την Άμεση δημοκρατία ως ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αντί να εκχωρούν την εξουσία τους στους αντιπροσώπους. Πίστευε ότι οι παραδοσιακές μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είχαν γίνει αλλοτριωτικές και αποκομμένες από τις γνήσιες ανάγκες και επιθυμίες της κοινωνίας, καθώς στην πραγματικότητα αποτελούν φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Η Άμεση Δημοκρατία, κατά την άποψή του, δίνει στα άτομα τη δυνατότητα και την ευθύνη να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού γίγνεσθαι.

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η πολιτική ανυπακοή παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας, καθώς όταν τα άτομα εμπλέκονται σε ενέργειες πολιτικής ανυπακοής, όχι μόνο αμφισβητούν τους εκάστοτε συγκεκριμένους νόμους, αλλά απαιτούν επίσης μια πιο άμεση και συμμετοχική μορφή διακυβέρνησης. Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η πολιτική ανυπακοή χρησιμεύει ως «αφύπνιση» στην κοινωνία, αναγκάζοντας τους πολίτες να επανεκτιμήσουν τις υπάρχουσες πολιτικές δομές και να εξετάσουν εναλλακτικές μορφές δημοκρατικής δέσμευσης (Καστοριάδης, 1988, σ. 123). Γιατί ναι μεν αμφισβητούμε την υπάρχουσα θέσμιση, αλλά μετά τι; Μετά έχουμε – ατομικά και συλλογικά – τη δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη της δημιουργίας νέων φαντασιακών σημασιών. Την ευθύνη για τη δημιουργία νέων τρόπων διακυβέρνησης και διευθέτησης των ζητημάτων της καθημερινής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική ανυπακοή μπορεί να θεωρηθεί ως μηχανισμός για την έναρξη δημοκρατικών συζητήσεων και διαβουλεύσεων. Όταν οι πολίτες εμπλέκονται σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής, στην ουσία εκφράζουν τη διαφωνία τους και καλούν άλλους να συμμετάσχουν στη συζήτηση. Ο Καστοριάδης τονίζει ότι στόχος της πολιτικής ανυπακοής δεν είναι η επιβολή της θέλησής μας στους άλλους αλλά η δημιουργία ενός χώρου συλλογικού προβληματισμού και λήψης αποφάσεων (Castoriadis, 2005, σελ. 211). Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική ανυπακοή ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της Άμεσης Δημοκρατίας, καλλιεργώντας μια κουλτούρα ενεργού πολίτη και συμμετοχικής πολιτικής.

Συμπέρασμα

Σύμφωνα με τον Thoreau, η πολιτική ανυπακοή δεν συνιστά απλώς μια πράξη τυφλής περιφρόνησης των νόμων και των δομών του κράτους, απεναντίας αποτελεί μια θεμελιώδη, μη βίαιη, δημοκρατική πρακτική, η οποία βοηθά στην αποκάλυψη των εγγενών ελαττωμάτων και των αδικιών μέσα στην υπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας. Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η πολιτική ανυπακοή, ως μορφή δημοκρατικής δράσης, έχει τη δυνατότητα να διαταράξει τα καταπιεστικά συστήματα, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των υπαρχόντων νόμων και δομών, να τονώσει την αναζήτηση για πιο συμμετοχικές και περιεκτικές πολιτικές δομές και εντέλει να δημιουργήσει ισχυρές ρωγμές στο κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό. Συμμετέχοντας σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής, οι πολίτες εκπαιδεύονται συμβάλλοντας ενεργά στην υλοποίηση της Άμεσης Δημοκρατίας, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια πιο δίκαιη και εντέλει δημοκρατική κοινωνία.

Στις σύγχρονες συζητήσεις σχετικά με την πολιτική ανυπακοή και τη δημοκρατική θεωρία, οι ιδέες των Thoreau και Καστοριάδη παρέχουν ένα πλαίσιο που προκαλεί σκέψη για την κατανόηση του μετασχηματιστικού δυναμικού της πολιτικής ανυπακοής. Καθώς οι κοινωνίες συνεχίζουν να παλεύουν με ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ανισότητας και πολιτικής ετερονομίας, οι γνώσεις του Καστοριάδη μας υπενθυμίζουν τον κρίσιμο ρόλο που μπορεί να παίξει η πολιτική ανυπακοή στην προώθηση της υπόθεσης της Άμεσης Δημοκρατίας και στην αναμόρφωση του μέλλοντος της δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Βιβλιογραφία

Καστοριάδης, Κ. (1988). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.

Castoriadis, C. (1997). Philosophy, Politics, Autonomy: Essays in Political Philosophy (D. Ames, Trans.)

Castoriadis, C. (2005). Democracy and Relativism: An Interview with Cornelius Castoriadis. Constellations, 12(2), 198-213.

Thoreau, H. D. (1849). Civil Disobedience.

Το άρθρο Πολιτική ανυπακοή και το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/politiki-anypakoi-kai-to-protagma-tis/feed/ 0
H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και η ενθήκευση της οικονομίας https://sekeris.gr/h-fantasiakh-thesmish-ths-koinonias-kai-h-enthikeysh-ths-oikonomias/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=h-fantasiakh-thesmish-ths-koinonias-kai-h-enthikeysh-ths-oikonomias https://sekeris.gr/h-fantasiakh-thesmish-ths-koinonias-kai-h-enthikeysh-ths-oikonomias/#respond Tue, 04 Apr 2023 15:13:16 +0000 https://sekeris.gr/?p=512 H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και η ενθήκευση της οικονομίας

Το άρθρο H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και η ενθήκευση της οικονομίας εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Καστοριάδη και η ενθήκευση της οικονομίας του Polanyi

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922 – 1997) και ο Karl Polanyi (1886 – 1964) είναι δύο εξέχοντες, σύγχρονοι στοχαστές, οι οποίοι αμφότεροι προσέφεραν κριτικές προοπτικές για τη νεωτερική κοινωνία και τον ρόλο των θεσμών στη διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Ενώ προέρχονται από διαφορετικές διανοητικές σχολές και παραδόσεις και ενώ επικεντρώνονται σε διαφορετικές πτυχές της κοινωνικής / πολιτικής θεωρίας, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει αξιοσημείωτες ομοιότητες και συνδέσεις μεταξύ των ιδεών τους, ειδικά όσον αφορά τον ρόλο του πολιτισμού και των θεσμών στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της κοινωνικής / οικονομικής οργάνωσης. Το μικρό αυτό δοκίμιο δεν στοχεύει σε μια εκτεταμένη και εις βάθος ανάλυση του έργου των δύο στοχαστών, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ένα πολύ μεγαλύτερης έκτασης κείμενο, αντιθέτως στοχεύει στο να συγκρίνει και να αντιπαραβάλει βασικές έννοιες της «φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας» του Καστοριάδη και της «ενθήκευσης της οικονομίας» του Polanyi και να διερευνήσει πιθανή συνεισφορά τους στη σύγχρονη συζήτηση για την κοινωνική και πολιτική θεωρία.

Κορνήλιος Καστοριάδης και η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας

Ο Καστοριάδης, Έλληνας φιλόσοφος, ψυχαναλυτής και πολιτικός στοχαστής, ανέπτυξε την ιδέα του για τη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, θέλοντας να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο δομείται και διατηρείται η κοινωνική πραγματικότητα. Το magnum opus του,  η «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» του 1975 είναι ένα πρωτοποριακό έργο, στο οποίο ο συγγραφέας εισάγει την ιδέα και διερευνά τον ρόλο του κοινωνικού φαντασιακού – το οποίο αποτελεί κεντρική έννοια της σκέψης του – για τη διαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι απλώς η φαντασία, μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ή μια αντανάκλαση των υπαρχουσών υλικών ή / και ιστορικών συνθηκών, αντίθετα αποτελεί μια ενεργή και δημιουργική δύναμη που διαμορφώνει και κατασκευάζει την κοινωνική πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα σύμπαν συλλογικής σκέψης και δράσης που συνεχώς αμφισβητείται και εξελίσσεται και το οποίο διαμορφώνει τις πεποιθήσεις, τις αξίες, τους θεσμούς και τα σύμβολα που δομούν τις ανθρώπινες κοινωνίες (Καστοριάδης, 1978).

Ο Καστοριάδης τονίζει τη σημασία των θεσμών και του πολιτισμού για την ανάπτυξη της δημιουργικής δραστηριότητας στην κοινωνία και υποστηρίζει ότι οι πρώτοι πρέπει να είναι δομημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν την ατομική και συλλογική δημιουργικότητα, καθώς και ότι οι πολιτιστικοί κανόνες και πρακτικές πρέπει να είναι ανοιχτές διαδικασίες στην αλλαγή και την καινοτομία (Καστοριάδης, ο.π.). Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας δεν είναι σταθερή ή προκαθορισμένη, αντίθετα (ανα) – δημιουργείται συνεχώς μέσω της συλλογικής δραστηριότητας και της δημιουργικότητας των ατόμων. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αυτή η δημιουργικότητα προκύπτει από αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ριζικό φαντασιακό», το οποίο είναι εγγενές στα υποκείμενα και συνίσταται στην ανθρώπινη φαντασία και δημιουργικότητα η οποία δεν περιορίζεται από την υπάρχουσα κοινωνική δομή. Το «ριζικό φαντασιακό» είναι στην ουσία η δυνατότητα του να φαντάζεται κανείς και να δημιουργεί νέα οντολογικά είδη, νέες σημασίες και θεσμούς. Ο Καστοριάδης τονίζει έτσι τη σημασία της ανθρώπινης δράσης και της δημιουργικότητας στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, υπογραμμίζοντας παράλληλα τη συνεχή διαδικασία του κοινωνικού και του πολιτισμικού μετασχηματισμού. Η κοινωνία ως δημιουργία του ανώνυμου συλλογικού φαντασιακού, αυτοθεσμίζεται φαντασιακά.

Στο επίκεντρο της ανάλυσης του Καστοριάδη βρίσκεται η ιδέα της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας. Η αυτονομία στο επίπεδο του ατόμου, είναι η θέσμιση μιας καινούργιας σχέσης ανάμεσα στον εαυτό του και στο ασυνείδητό του και έχει πελώριες θεσμικές προϋποθέσεις (Καστοριάδης, 1996). Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η αυτονομία του ατόμου είναι ζωτικής σημασίας για την άνθηση της δημιουργικής δραστηριότητας στην κοινωνία, καθώς τα άτομα πρέπει να είναι ελεύθερα να συμμετέχουν σε δημιουργικές δραστηριότητες και να αμφισβητούν τα υπάρχοντα νοήματα και σύμβολα, προκειμένου η κοινωνία να παραμείνει έτσι ανοιχτή σε νέες δυνατότητες (Καστοριάδης, 1978). Η συλλογική αυτονομία σημαίνει ότι η κοινωνία δίνει η ίδια συνειδητά στον εαυτό της τους νόμους της, αποκλείοντας κάθε ιδέα ετερονομίας, δηλαδή εξω-κοινωνικής πηγής των νόμων και των θεσμών, είτε αυτή η πηγή θεωρηθεί φυσική είτε υπερβατική (π.χ. ολιγαρχικά καθεστώτα, θρησκείες, ελεύθερη αγορά κλπ.). Η αυτονομία μεταφράζεται στο πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας, το οποίο σύμφωνα με τον Καστοριάδη είναι η ρητή αναστοχαστική αυτοθέσμιση της κοινωνίας.

Η «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» είναι ένα σύνθετο και πολύπλευρο έργο το οποίο συνεχίζει να ασκεί επιρροή στη σύγχρονη συζήτηση για τη σχέση πολιτισμού, θεσμών, ατόμων και κοινωνίας. Οι ιδέες δε του Καστοριάδη, συμβάλλουν ακόμα και σήμερα στις συζητήσεις που αφορούν τη σχέση μεταξύ της αυτενέργειας και της κοινωνικής μεταβολής και το έργο του έχει σημαντικό αντίκτυπο σε ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και των πολιτισμικών σπουδών.

Karl Polanyi και ο Μεγάλος Μετασχηματισμός

Ο Polanyi, Αυστρο-Ούγγρος οικονομολόγος και κοινωνικός θεωρητικός, ανέπτυξε την έννοια της «ενθήκευσης της οικονομίας» σαν μια κριτική απέναντι στην ιδέα της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς η οποία κατά τους θεωρητικούς του φιλελευθερισμού λειτουργεί ανεξάρτητα από κοινωνικούς και πολιτισμικούς κανόνες και αξίες. Ο Polanyi υποστηρίζει ότι η οικονομία δεν είναι μια ξεχωριστή σφαίρα δραστηριότητας, αλλά είναι μάλλον ενσωματωμένη (ενθηκευμένη) στις κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς. Οι οικονομικές συναλλαγές σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην αγορά, αλλά επηρεάζονται από κοινωνικούς κανόνες και αξίες, όπως η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη (Polanyi, 1944). Τονίζει έτσι τη σημασία των κοινωνικών και πολιτιστικών θεσμών στη διαμόρφωση της οικονομικής συμπεριφοράς και την ανάγκη εξισορρόπησης της ραγδαίας ανάπτυξης της αγοράς με την κοινωνική προστασία και τη συλλογική ευημερία.

Στο κορυφαίο και κλασικό του έργο «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός», ο Polanyi διερευνά τις απαρχές και τις συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης και την άνοδο του καπιταλισμού κατά τον 19o και τις αρχές του 20ου αιώνα. Υποστηρίζει ότι η εμφάνιση της οικονομίας της αγοράς δεν ήταν μια φυσική ή αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά μια μάλλον σκόπιμη εφεύρεση των φιλελεύθερων οικονομολόγων (Malthus, Ricardo κλπ.) η οποία μεταμόρφωσε βίαια την ανθρώπινη κοινωνία και δημιούργησε νέες μορφές κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας (Cook, 1968). Εντοπίζει τις απαρχές της οικονομίας της αγοράς στον 18ο αιώνα, όταν η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να ιδιωτικοποιεί τους προηγουμένως κοινούς πόρους όπως για παράδειγμα τα δάση, ή κομμάτια καλλιεργήσιμης γης. Αυτή η διαδικασία, την οποία αποκαλεί «περίφραξη», είχε ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια αγρότες και μικροϊδιοκτήτες να εκτοπιστούν από τα εδάφη τους να αναζητήσουν εργασία στα εργοστάσια των πόλεων ή να μεταναστεύσουν στις αποικίες. Ο Polanyi υποστηρίζει ότι αυτή η διαδικασία δημιούργησε ένα νέο τύπο οικονομικού συστήματος ο οποίος βασίζεται στην εμπορευματοποίηση της εργασίας, της γης και του κεφαλαίου (των πλασματικών δηλαδή εμπορευμάτων κατά τον ίδιο) και στη δημιουργία αγορών για αγαθά και υπηρεσίες.

Ωστόσο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι αυτό το βασισμένο στην αγορά σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας, είναι εγγενώς ασταθές και μη βιώσιμο, καθώς δημιουργεί κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες οι οποίες υπονομεύουν τα θεμέλια της ανθρώπινης κοινωνίας. Υποστηρίζει ότι η οικονομία της αγοράς βασίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, η οποία βλέπει τα άτομα ως απομονωμένα και ιδιοτελή υποκείμενα, τα οποία επιδιώκουν τα δικά τους στενά συμφέροντα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους άλλους (Polanyi, 2014). Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Polanyi, οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα που εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για την επιβίωση και την ευημερία τους και τα οποία έχουν βαθιά ριζωμένη την ανάγκη για κοινωνική αλληλεγγύη και συνεργασία. Καταλήγει εν τέλει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί μια βιώσιμη και δίκαιη κοινωνία είναι να αναγνωρίσουμε τους περιορισμούς της οικονομίας της αγοράς και να αναπτύξουμε νέες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που βασίζονται σε κοινωνικές και οικολογικές αρχές (Polanyi, ο.π.). Υποστηρίζει ότι αυτό απαιτεί έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό των αξιών και των θεσμών μας και ένα νέο όραμα της ανθρώπινης κοινωνίας, το οποίο θα αναγνωρίζει την αλληλεξάρτηση όλων και την ανάγκη για συλλογική δράση για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και η γενικευμένη ανισότητα (Polanyi, 2017).

Η αποτυχία του φιλελευθερισμού και η σημασία των θεσμών

Στις αναλύσεις των δύο στοχαστών, μπορεί κανείς να διακρίνει δυο προφανείς συνδέσεις:

Πρώτον και οι δύο ασκούν κριτική στη αναγωγική άποψη για την ανθρώπινη φύση, η οποία εντοπίζεται σε πολλές σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες που με τη σειρά τους οδήγησαν είτε στον φιλελευθερισμό, είτε στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Θεωρίες οι οποίες αντιλαμβάνονται τον σύγχρονο άνθρωπο ως homo economicus (οικονομικό άνθρωπο). Αυθαιρέτως δηλαδή, οι θεωρίες αυτές υιοθετούν μια προσέγγιση η οποία υπερασπίζεται έναν ανθρωπολογικό τύπο ο οποίος έχει ξεκάθαρη γνώση των συμφερόντων του και είναι μάλιστα σε θέση να τα πραγματοποιήσει επιλέγοντας ελεύθερα τον τρόπο μεγιστοποίησης του ατομικού του οφέλους, στηριζόμενος σε καθαρά ορθολογικά κριτήρια. Τόσο ο Καστοριάδης, όσο και ο Polanyi υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι δεν είναι απλώς λογικά άτομα με κίνητρο το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά μάλλον κοινωνικά και πολιτισμικά όντα. Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός αποτελεί θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης ζωής και οι αξίες και οι πεποιθήσεις των ατόμων διαμορφώνονται από το ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο (Καστοριάδης, 1978). Επιπλέον ασκεί κριτική και αμφισβητεί την ιδέα του ελεύθερου εμπορίου, καθώς διαπιστώνει την υποκρισία πίσω από τον ορισμό, αφού μια πραγματική αγορά κατά τον Καστοριάδη (2004), απαιτεί την ηγεμονία των καταναλωτών και την κατάργηση των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών εξουσιών, πράγμα που προφανώς δεν συμβαίνει σήμερα. Ομοίως, ο Polanyi υποστηρίζοντας ότι τα οικονομικά συστήματα είναι πάντα ενθηκευμένα σε κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια διακρίνει ότι οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των οικονομικών θεσμών και πρακτικών (Polanyi, 1944). Τόσο ο Καστοριάδης όσο και ο Polanyi υποστηρίζουν λοιπόν, ότι η κατανόηση του πολιτισμού και της ιστορίας είναι απαραίτητη συνθήκη για την κατανόηση των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων.

Δεύτερον και οι δύο υπογραμμίζουν τη σημασία των θεσμών στη διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Ο Καστοριάδης βλέπει το φαντασιακό ως πηγή κοινωνικών κανόνων και πρακτικών που ρυθμίζουν την ατομική συμπεριφορά και την συλλογική αλληλεπίδραση. Οι θεσμοί κατά τον Καστοριάδη δημιουργούνται από την ίδια την κοινωνία όταν αυτή είναι αυτόνομη, καθώς μονάχα στις ετερόνομες κοινωνίες οι θεσμοί δίνονται από κάποιον άλλο. Συνεπώς μια κοινωνία βασισμένη στους σιδερένιους νόμους της αγοράς και στο αόρατο ρυθμιστικό της χέρι αποτελεί μια ετερόνομη κοινωνία κατά τον Καστοριάδη, η οποία σύμφωνα με τον Polanyi (1944) είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ο Polanyi βλέπει την ενθήκευση της οικονομίας στις κοινωνικές σχέσεις ως τη βάση για την οικονομική συμπεριφορά που δεν βασίζεται αποκλειστικά στην αγορά, αλλά υποτάσσεται σε κοινωνικούς κανόνες και αξίες (Dale, 2016). Επιπλέον, τόσο ο Καστοριάδης, όσο και ο Polanyi υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικοί θεσμοί είναι δυναμικοί άρα και συνεχώς μεταβαλλόμενοι.

Συμπερασματικά, υποστηρίζουμε ότι οι επιπτώσεις αυτών των ομοιοτήτων και συνδέσεων του έργου των δύο στοχαστών είναι αρκετά σημαντικές για τις σύγχρονες συζητήσεις σχετικά με την κοινωνική θεωρία και την οικονομική πολιτική. Τόσο ο Καστοριάδης, όσο και ο Polanyi αμφισβητούν το κυρίαρχο παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο υποστηρίζει την αυτορρύθμιση των αγορών και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και κοινών αγαθών. Και οι δύο επίσης υποστηρίζουν μια περισσότερο ολιστική και λεπτή κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της κοινωνικής οργάνωσης. Το έργο αμφότερων, παρέχει πολύτιμες γνώσεις για την περίπλοκη και δυναμική φύση των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων και μας προκαλεί να σκεφτούμε βαθύτερα τον ρόλο των θεσμών και του πολιτισμού στη διαμόρφωση του κόσμου μας.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Cook, S. (1968). Primitive, Archaic, and Modern Economies: Essays of Karl Polanyi.

Dale, G. (2016). Reconstructing Karl Polanyi.

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.

Καστοριάδης, Κ. (1996). Η άνοδος της ασημαντότητας.

Καστοριάδης, Κ. (2004). Παράθυρο στο Χάος.

Polanyi, K. (1944). The Great Transformation.

Polanyi, K. (2014). Η απαρχαιωμένη αγοραία νοοτροπία μας.

Polanyi, K. (2017). Η εφεύρεση του εμπορίου.

 

Το άρθρο H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και η ενθήκευση της οικονομίας εμφανίστηκε πρώτα στο Ηλίας Σεκέρης | Ιστολόγιο.

]]>
https://sekeris.gr/h-fantasiakh-thesmish-ths-koinonias-kai-h-enthikeysh-ths-oikonomias/feed/ 0