Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας

Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας

Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας

Με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές στη χώρα, όπου και παρατηρήθηκε μια «ξαφνική» – κατά πολλούς – άνοδος της ακροδεξιάς (Σπαρτιάτες, Βελόπουλος, αλλά και η ίδια η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ), είναι σκόπιμο να διερευνηθεί η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και στον βαθύ συντηρητισμό που διακατέχει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά τον δυτικό κόσμο στο σύνολό του, από τη μία και στον εκφασισμό της κοινωνίας που έρχεται ως άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος, από την άλλη. Και ενώ και οι τρείς αποτελούν αναμφισβήτητα ξεχωριστές ιδεολογίες, με διαφορετική στόχευση, αξίες και αρχές, υπάρχουν ορισμένες τομές και συνδέσεις ανάμεσά τους, οι οποίες έχουν διερευνηθεί ανά τα χρόνια  από διάφορους στοχαστές, όπως για παράδειγμα ο Polanyi, ο Καστοριάδης, ο Κονδύλης και η Hannah Arendt. Μελετώντας τις προοπτικές αυτές, έχουμε τη δυνατότητα να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα την περίπλοκη δυναμική μεταξύ των αναχρονιστικών και επικίνδυνων αυτών ιδεολογιών και τις μεταξύ τους συνδέσεις.

 

Κονδύλης: Ο ακραίος συντηρητισμός ως πυλώνας του φασισμού

Μιλώντας για τον συντηρητισμό ως ρεύμα σκέψης, αναπόφευκτα συναντάμε τον Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Κονδύλης, Έλληνας φιλόσοφος και ιστορικός, εισήγαγε μια σπουδαία ανάλυση για τον συντηρητισμό και τους πιθανούς δεσμούς του με την άνοδο του φασισμού. Η ανάλυσή του αμφισβήτησε τις συμβατικές αντιλήψεις του συντηρητισμού και προσέφερε βαθιές γνώσεις για την ιδεολογική του δυναμική. Ο Κονδύλης απέρριψε την αντίληψη ότι ο συντηρητισμός πρέπει να θεωρείται ως μια μονολιθική και σταθερή ιδεολογία και αντίθετα, υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα αποτελεί ένα φάσμα πολιτικής σκέψης που μπορεί να ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με τα ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια. Στο βιβλίο του «Συντηρητισμός: Ιστορικό Περιεχόμενο και Παρακμή», υποστήριξε ότι ο συντηρητισμός περιλαμβάνει μια σειρά από θέσεις, καθεμία από τις οποίες αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και στόχους.

Παραδοσιακά, ο συντηρητισμός έχει συνδεθεί με τη διατήρηση των υφιστάμενων κοινωνικών δομών, θεσμών και ιεραρχιών. Δίνει έμφαση στη σταθερότητα, στη συνέχεια και στη διατήρηση των καθιερωμένων κανόνων και αξιών. Ωστόσο, ο Κονδύλης αμφισβήτησε την επικρατούσα άποψη ότι ο συντηρητισμός είναι εγγενώς αντίθετος στη ριζική αλλαγή. Υποστήριξε ότι μπορεί να υιοθετήσει μια μετασχηματιστική και επαναστατική στάση όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Αυτό υποδηλώνει ότι ο συντηρητισμός δεν είναι μια εγγενώς στατική ιδεολογία, αλλά μπορεί να υποστεί αλλαγές και προσαρμογές ανάλογα με το πλαίσιο.

Αναφορικά με τη σχέση συντηρητισμού και φασισμού, ο Κονδύλης πρότεινε ότι ο δεύτερος μπορεί να θεωρηθεί ως μια ακραία μορφή επαναστατικού συντηρητισμού. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, όταν οι συντηρητικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις ή αποτυχίες στην αντιμετώπιση κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών κρίσεων, υπάρχει πιθανότητα ριζοσπαστικοποίησης εντός του συντηρητισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ριζοσπαστικοποιημένες ομάδες εντός του συντηρητισμού μπορούν να εκμεταλλευτούν τη γενικευμένη δυσαρέσκεια για να υποστηρίξουν μια πιο «επαναστατική» και μετασχηματιστική ατζέντα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση του φασισμού, ο οποίος αντιπροσωπεύει μια ακραία μορφή συντηρητισμού που επιδιώκει να διαλύσει τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές τάξεις μέσω της ωμής βίας.

Ο Κονδύλης υποστήριξε ότι ο φασισμός προκύπτει όταν οι συντηρητικές δυνάμεις αισθάνονται υποχρεωμένες να αμφισβητήσουν και να διαλύσουν καθιερωμένους θεσμούς και νόρμες στην επιδίωξή τους για μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Ο φασισμός, με αυτή την έννοια, αντιπροσωπεύει μια απόρριψη της παραδοσιακής συντηρητικής προσέγγισης και μια αναθεώρηση των αρχών της. Επιπλέον, ο συγγραφέας εντόπισε ορισμένες βασικές ιδεολογικές και αξιακές ομοιότητες μεταξύ συντηρητισμού και φασισμού. Για παράδειγμα και οι δύο ιδεολογίες τονίζουν τη σημασία της κοινότητας, της παράδοσης και της εθνικής ταυτότητας. Ο Κονδύλης τόνισε επίσης την κοινή και στα δύο αυτά ρεύματα απόρριψη του φιλελεύθερου ατομικισμού και την έμφαση που δίνει στην προσωπική ελευθερία και την αυτονομία.

Συνοψίζοντας, ο Παναγιώτης Κονδύλης αντιμετώπιζε τον συντηρητισμό ως ένα ποικίλο και εξελισσόμενο φάσμα της πολιτικής σκέψης. Υποστήριξε ότι όταν οι παραδοσιακές συντηρητικές στρατηγικές αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτικές κρίσεις, οι συντηρητικές δυνάμεις μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ομάδες εντός του συντηρητισμού μπορούν να εκμεταλλευτούν τη γενικευμένη δυσαρέσκεια για να υποστηρίξουν μια πιο ακραία ατζέντα. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση μέσα στον συντηρητισμό μπορεί τελικά να οδηγήσει στην εμφάνιση του φασισμού, ο οποίος επιδιώκει να διαλύσει τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές τάξεις. Η ανάλυση του Κονδύλη υποδηλώνει ότι ο φασισμός προκύπτει μέσα από το συντηρητικό φάσμα όταν ορισμένα στοιχεία υιοθετούν μια πιο επιθετική μετασχηματιστική στάση. Ο Κονδύλης εντόπισε επιπλέον ιδεολογικές ομοιότητες μεταξύ του συντηρητισμού και του φασισμού, συμπεριλαμβανομένης της εστίασης στις συλλογικές, ιεραρχικές κοινωνικές δομές και της απόρριψης του φιλελεύθερου ατομικισμού.

 

Καστοριάδης: ο φασισμός ως απόρροια της θέσμισης της νεωτερικότητας

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υποστήριξε και αυτός από τη μεριά του ότι ο συντηρητισμός και ο φασισμός μοιράζονται ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, όμως παράλληλα τόνισε τις διαφορές τους. Έβλεπε τον συντηρητισμό ως μια ιδεολογία που στοχεύει στη διατήρηση των καθιερωμένων κοινωνικών δομών, παραδόσεων και ιεραρχιών και η οποία στοχεύει στη σταθερότητα και στη συνέχεια στις κοινωνικές ρυθμίσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ταχεία κοινωνική αλλαγή. Αντίθετα, ο φασισμός αντιπροσωπεύει μια πιο ριζοσπαστική και μετασχηματιστική ολοκληρωτική ιδεολογία, η οποία επιδιώκει να ανατρέψει τις υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις και να εγκαθιδρύσει ένα νέο, αυταρχικό, καθεστώς.

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, τόσο ο συντηρητισμός όσο και ο φασισμός είναι αντιδράσεις στις προκλήσεις που θέτει η νεωτερικότητα. Εμφανίζονται ως απαντήσεις στην αντιληπτή διάβρωση των παραδοσιακών αξιών, των κοινωνικών κανόνων και στην απώλεια νοήματος, σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής. Ο συντηρητισμός, σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκει να προστατεύσει την υπάρχουσα κοινωνική θέσμιση, ενώ ο φασισμός προτείνει έναν ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ως απάντηση στις αντιληπτές κρίσεις και την κοινωνική διάβρωση.

Ωστόσο, ο Καστοριάδης τόνισε επίσης τις σημαντικές διαφορές μεταξύ συντηρητισμού και φασισμού. Υποστήριξε ότι ο συντηρητισμός τείνει να δίνει έμφαση στη διατήρηση των υπαρχόντων θεσμών και κοινωνικών ιεραρχιών, ενώ ο φασισμός προωθεί μια πιο ριζική απόρριψη των καθιερωμένων θεσμίσεων. Ο φασισμός συχνά κινητοποιεί μαζικά κινήματα, χρησιμοποιεί προπαγάνδα και προωθεί μια αυτιστική λατρεία της ηγεσίας για να πετύχει τη μετασχηματιστική του ατζέντα.

Ο Καστοριάδης όμως δεν είχε σκοπό να  δει αφαιρετικά τη σχέση μεταξύ συντηρητισμού και φασισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο συντηρητισμός δεν οδηγεί αναπόφευκτα στον φασισμό. Τόνισε ότι η άνοδος του φασισμού περιλαμβάνει μια περίπλοκη αλληλεπίδραση ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών κρίσεων, της πολιτικής αστάθειας και της χειραγώγησης του λαϊκού αισθήματος. Ενώ λοιπόν ο φασισμός μπορεί να εκμεταλλευτεί ορισμένα στοιχεία του συντηρητισμού, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο συντηρητισμός οδηγεί νομοτελειακά σε αυτό το αποτέλεσμα.

Επιπλέον, ο Καστοριάδης μέσα από μια άλλη οπτική υποστήριξε ότι η άνοδος του φασισμού μπορεί να αποδοθεί στις αποτυχίες των φιλελεύθερων «δημοκρατικών» συστημάτων να αντιμετωπίσουν τα βαθιά ριζωμένα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Πρότεινε ότι όταν τα συντηρητικά και φιλελεύθερα κατεστημένα αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις κοινωνικές προκλήσεις, η απογοήτευση μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την εμφάνιση ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένου του φασισμού.

Συνοψίζοντας, ο Καστοριάδης έβλεπε τον συντηρητισμό ως μια ιδεολογία που επιδιώκει να διατηρήσει τις καθιερωμένες κοινωνικές δομές, ενώ ο φασισμός αντιπροσώπευε για αυτόν μια πιο ριζοσπαστική και μετασχηματιστική δύναμη. Αναγνώρισε ότι τόσο ο συντηρητισμός όσο και ο φασισμός εμφανίζονται ως απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η νεωτερικότητα, αν και με διαφορετικούς στόχους και προσεγγίσεις. Ο Καστοριάδης προειδοποίησε σχετικά με την υπεραπλούστευση της σχέσης μεταξύ συντηρητισμού και φασισμού, τονίζοντας τη σημασία των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων στην άνοδο του φασισμού.

Η Hannah Arendt και η κοινοτοπία του κακού

Η Hannah Arendt, Γερμανοαμερικανίδα πολιτική θεωρητικός και φιλόσοφος, εξέτασε εκτενώς την άνοδο του φασισμού και του ολοκληρωτισμού στο έργο της και παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση των πολύπλοκων παραγόντων και της δυναμικής που συνέβαλαν στην εμφάνιση φασιστικών καθεστώτων.

Η Arendt, όπως και ο Καστοριάδης, υποστήριξε ότι ο φασισμός αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή μορφή πολιτικής ιδεολογίας και διακυβέρνησης, η οποία προέκυψε ως απάντηση στις κρίσεις και τις αποτυχίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υποστήριξε ότι ο φασισμός εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της κοινωνικής εξάρθρωσης, της οικονομικής αστάθειας και της διάβρωσης των παραδοσιακών δομών εξουσίας. Τα φασιστικά κινήματα κεφαλαιοποίησαν αυτές τις αβεβαιότητες και πρόσφεραν μια αίσθηση ταυτότητας, ανήκειν και σκοπού σε όσους απογοητεύτηκαν από την υπάρχουσα πολιτική τάξη πραγμάτων.

Μια βασική έννοια στην ανάλυση του φασισμού της Arendt είναι η ιδέα της «κοινοτοπίας του κακού». Στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού», διερεύνησε την περίπτωση του Άντολφ Άιχμαν, ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου των Ναζί ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση της απέλασης και της εξόντωσης των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Η Arendt αποκάλυψε ότι ο Άιχμαν δεν ήταν ένας ιδεολογικά φανατισμένος άνθρωπος, αλλά μάλλον ένας συνηθισμένος γραφειοκράτης που εκτελούσε με την δέουσα υπευθυνότητα τις εντολές των ανωτέρων και ακολουθούσε τους μηχανισμούς του ναζιστικού καθεστώτος. Αυτή η έννοια της κοινοτοπίας υποδηλώνει ότι οι «κακές πράξεις» μπορούν να διαπράττονται από φαινομενικά συνηθισμένα άτομα τα οποία απλώς συμμορφώνονται με τα κοινωνικά πρότυπα και υποτάσσονται στην εξουσία, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους της αδιαμφισβήτητης υπακοής και της διάχυσης της ευθύνης μέσα στα φασιστικά συστήματα.

Επιπλέον, η Arendt τόνισε το ρόλο των μαζικών κινημάτων και τη χειραγώγηση του λαϊκού αισθήματος στην άνοδο του φασισμού. Παρατήρησε ότι οι φασιστικές ιδεολογίες είχαν έντονη απήχηση σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, προσφέροντάς τους μια αίσθηση ταυτότητας, ενότητας και την υπόσχεση τη εθνικής αναζωογόνησης. Οι φασίστες ηγέτες εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια αυτά τα συναισθήματα χρησιμοποιώντας ως προπαγάνδα την εθνικιστική και πατριαρχική ρητορική. Η μαζική συσπείρωση γύρω από αυτές τις φαντασιακές κατασκευές επέτρεψε στα φασιστικά καθεστώτα να εδραιώσουν την εξουσία και να εφαρμόσουν το όραμά τους για ένα ολοκληρωτικό κράτος.

Η Arendt τόνισε επίσης την εργαλειοποίηση του κράτους στα φασιστικά καθεστώτα. Υποστήριξε ότι ο φασισμός επιδιώκει να υποτάξει όλες τις πτυχές της ζωής στον κρατικό έλεγχο, καταπιέζοντας τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες υπέρ μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας και της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια ενός χαρισματικού ηγέτη. Οι φασιστικές κυβερνήσεις στόχευαν να εγκαθιδρύσουν ένα ολοκληρωτικό σύστημα όπου το κράτος θα ασκεί πλήρη κυριαρχία στην πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία, οδηγώντας στη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών και στον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.

Συνοπτικά, η ανάλυση της Hannah Arendt για την άνοδο του φασισμού παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της υποκείμενης δυναμικής του. Τόνισε τον αντίκτυπο της κοινωνικής εξαθλίωσης, της οικονομικής αστάθειας και της διάβρωσης των παραδοσιακών δομών εξουσίας. Η σπουδαία αντίληψή της για την κοινοτοπία του κακού υπογραμμίζει τους κινδύνους της τυφλής συμμόρφωσης και υπακοής μέσα στα φασιστικά συστήματα. Η συγγραφέας τόνισε επίσης τον ρόλο των μαζικών κινημάτων, τη χειραγώγηση του λαϊκού αισθήματος και την εργαλειοποίηση του κράτους ως βασικά στοιχεία για την εμφάνιση και την εδραίωση των φασιστικών καθεστώτων.

Polanyi: ο φασισμός ως συνέπεια του φονταμενταλισμού της αγοράς

Τέλος, ο Αυστρο-Ούγγρος οικονομολόγος και κοινωνικός θεωρητικός, Karl Polanyi, εξέτασε στο σπουδαίο έργο του «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός» τις κοινωνικές συνέπειες του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς και τις συνέδεσε παραδειγματικά με την άνοδο του φασισμού.

Ο Polanyi υποστήριξε ότι η μη χαλιναγωγημένη επέκταση των δυνάμεων της αγοράς, γνωστή ως φονταμενταλισμός της αγοράς, μπορεί να έχει σημαντικές επιζήμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Υποστήριξε ότι η ανεξέλεγκτη επιρροή των αγορών θα μπορούσε να υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή, να διαταράξει τις παραδοσιακές κοινότητες και να οδηγήσει σε εκτεταμένο ανθρώπινο πόνο. Κατά συνέπεια, ο Polanyi θεώρησε την άνοδο του φασισμού ως απάντηση στις αντιληπτές αποτυχίες και τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες του laissez-faire καπιταλισμού.

Κεντρική θέση στην ανάλυση του Polanyi έχει η αντίληψη ότι ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δημιουργεί εξάρθρωση και ανασφάλεια μεταξύ των ατόμων. Καθώς οι δυνάμεις της αγοράς αναδιαμορφώνουν την κοινωνία και διαταράσσουν τις καθιερωμένες κοινωνικές δομές, οι άνθρωποι βιώνουν απώλεια ασφάλειας και ευημερίας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα φασιστικά κινήματα εκμεταλλεύονται αυτές τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκεια που προκύπτει και υποσχόμενα σταθερότητα, προστασία και αποκατάσταση της τάξης, κερδίζουν τα απογοητευμένα τμήματα του πληθυσμού.

Η ανάλυση του Polanyi υποδηλώνει στην πραγματικότητα ότι η άνοδος του φασισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως αντίδραση στο αντιληπτό χάος και την ανασφάλεια που γεννήθηκε από την ανεξέλεγκτη επέκταση του καπιταλισμού. Οι φασιστικές ιδεολογίες παρουσιάστηκαν ως λύσεις για τις κοινωνικές αναταραχές που προκαλούνται από τις αρρύθμιστες αγορές και ο αυταρχικός τους έλεγχος στην κοινωνία έχει ως στόχο να προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας ενόψει των αντιληπτών αποτυχιών της αγοράς. Επιπλέον, ο Polanyi τόνισε ότι τα φασιστικά καθεστώτα συχνά εφάρμοζαν προστατευτικές πολιτικές και κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Προστατεύοντας τις εγχώριες βιομηχανίες, ρυθμίζοντας τις αγορές εργασίας και εγκαθιστώντας ισχυρό κρατικό έλεγχο, οι φασίστες προσπάθησαν να ενσωματώσουν την οικονομία στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Αυτή η παρεμβατική προσέγγιση είχε ως στόχο να αντισταθμίσει τη διαδικασία αποσύνθεσης που σχετίζεται με τις μη ρυθμιζόμενες αγορές.

Συνοπτικά, η ανάλυση του Polanyi υποδηλώνει ότι η άνοδος του φασισμού ήταν περίπλοκα συνδεδεμένη με τις αντιληπτές ελλείψεις του laissez-faire καπιταλισμού και τις δυσμενείς επιπτώσεις του στην κοινωνία. Η εξαθλίωση και η ανασφάλεια που προκάλεσαν οι ανεξέλεγκτες αγορές πρόσφεραν πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση του φασισμού, καθώς αυτός υπόσχεται πάντα σταθερότητα και προστασία. Η ευρύτερη κριτική του Polanyi στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς υπογραμμίζει τη σημασία της «ενθήκευσης» (βλ. εδώ) της οικονομίας στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς για την προστασία των ατόμων και την προώθηση της κοινωνικής ευημερίας.

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, οι ιδεολογίες του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του φασισμού, όπως εξετάζονται μέσα από τη σκέψη των Κονδύλη, Καστοριάδη, Arendt και Polanyi, παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της περίπλοκης μεταξύ τους διαλεκτικής σχέσης.

Ο συντηρητισμός προωθεί τη διατήρηση των παραδοσιακών αξιών, θεσμών και κοινωνικών ιεραρχιών. Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη πλευρά, δίνει προτεραιότητα στις ατομικές ελευθερίες, τις πολιτικές ελευθερίες και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα σε ένα πλαίσιο περιορισμένης κρατικής παρέμβασης. Ο φασισμός, όπως κατανοείται μέσα από αυτό το πρίσμα, αναδύεται ως μια ριζοσπαστική αυταρχική ιδεολογία που επιδιώκει να ιδρύσει ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος, να καταστείλει τις ατομικές ελευθερίες και να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντα του έθνους πάνω από όλα.

Εξετάζοντας τις ιδεολογίες μέσα από τις ιδέες των προαναφερθέντων διανοητών, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο ο φιλελευθερισμός, όσο και ο συντηρητισμός μπορούν δυνητικά να οδηγήσουν στον εκφασισμό της κοινωνίας (Τι έχει άραγε να πει για αυτό ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος το 2015 δήλωνε – στα χνάρια του Σαρκοζί – φιλελεύθερος οικονομικά και συντηρητικός κοινωνικά;). Καθίσταται λοιπόν κρίσιμο να αναγνωριστεί η σημασία της διατήρησης των πραγματικά δημοκρατικών αξιών, της διαφύλαξης των ατομικών ελευθεριών και της προώθησης της συλλογικής αυτοθέσμισης, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στην ευημερία και την αξιοπρέπεια όλων των πολιτών. Συμμετέχοντας ενεργά σε δημοκρατικές διαδικασίες, μπορούμε να αγωνιστούμε για να οικοδομήσουμε τέτοιες κοινωνίες που προάγουν την αυτενέργεια, τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την άνθηση των ατόμων μέσα σε ένα ισχυρό και χωρίς αποκλεισμούς αμεσοδημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο.

Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός & εκφασισμός της κοινωνίας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω