Η μεταμοντέρνα κρίση της υποκειμενικότητας. Το “Εγώ” χαμένο στον λαβύρινθο.

Το "Εγώ" χαμένο στον λαβύρινθο. Η μεταμοντέρνα κρίση της υποκειμενικότητας

Η μεταμοντέρνα κρίση της υποκειμενικότητας

Στην παραδοσιακή φιλοσοφική σκέψη, το υποκείμενο κατείχε μια σταθερή θέση, συνδέοντας την αυτονομία, την ορθολογικότητα και την ηθική δράση. Το «Εγώ», αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως μια κεντρική οντότητα που διατηρείται σταθερή μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ενώ ο κόσμος γύρω του, η φύση, η κοινωνία, μπορούσε να αλλάζει. Η σταθερότητα αυτή ήταν θεμελιώδης για τη συγκρότηση της ταυτότητας και της υποκειμενικότητας. Για παράδειγμα ο Descartes με το περίφημο «cogito ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω) ορίζει το υποκείμενο ως μια αυτόνομη, διαρκή και αυθύπαρκτη ουσία (res cogitans). Το «εγώ» του Descartes είναι ο πυρήνας του υποκειμένου, το οποίο, μέσω της σκέψης, παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο. Αργότερα, ο Καντ θεώρησε ότι το υποκείμενο μπορεί να υπερβεί τις εξωτερικές συνθήκες μέσω της «καθαρής νόησης», η οποία του επιτρέπει να προσδιορίζει τις ηθικές του πράξεις με βάση την κατηγορική προσταγή, ανεξάρτητα από εμπειρικές ή υλικές επιδράσεις.

Ωστόσο, με την έλευση της νεωτερικότητας και τη μετέπειτα αποδόμηση των «μεγάλων αφηγήσεων» (Lyotard, 1994), το υποκείμενο βρέθηκε να αμφισβητείται ριζικά. Η κρίση αυτή της υποκειμενικότητας δεν εξαντλείται στην υπαρξιακή κρίση του υποκειμένου∙ αντιθέτως προχωρά βαθύτερα και συνιστά μια κρίση με πολιτική διάσταση, αφού επηρεάζει τη δυνατότητα των ατόμων να δρουν ως αυτόνομα όντα στη συλλογική θέσμιση της κοινωνίας (Καστοριάδης, 1978). Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν βιώνει απλώς την αποξένωση από τον εαυτό του, αλλά και την αποξένωση από τις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες που καθορίζουν τη ζωή του. Το “Εγώ” βρίσκεται χαμένο στον λαβύρινθο.

Η ετερονομία της αγοράς και ο ρόλος της τεχνολογίας στη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας

Η αγορά αποτελεί έναν από τους κύριους θεσμούς που οδηγούν το σύγχρονο υποκείμενο σε κατάσταση ετερονομίας. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη (1978), η καπιταλιστική φαντασιακή σημασία της «απέραντης ανάπτυξης» διαμορφώνει το σύστημα αξιών της σύγχρονης κοινωνίας, προσδιορίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη μέσω της κατανάλωσης. Το άτομο δεν είναι πλέον αυτόνομο, αλλά ένα ετεροκαθοριζόμενο υποκείμενο το οποίο εξαρτάται από τους νόμους της αγοράς.

Η στείρα κατανάλωση όμως δεν περιορίζεται μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνεται στις εμπειρίες, στις σχέσεις και στον ίδιο τον τρόπο ζωής. Ο Guy Debord (1994) περιγράφει αυτή την κατάσταση ως «κοινωνία του θεάματος», όπου οι άνθρωποι ζουν μέσα από εικόνες και συμβολικές αναπαραστάσεις, απομακρυσμένοι από την πραγματική ζωή. Το υποκείμενο μετατρέπεται σε θεατή στο θέατρο της ζωής του, ενώ οι επιθυμίες και οι αξίες του διαμορφώνονται από τα τσιτάτα των διαφημίσεων και της βιομηχανίας του θεάματος. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ένα είδος καταναλωτικής αλλοτρίωσης, όπου οι επιθυμίες και οι ανάγκες του ατόμου δεν είναι δικές του, αλλά προϊόντα της εξωτερικής επιβολής. Το υποκείμενο δεν αναγνωρίζει την ίδια του την αλλοτρίωση και ζει σε έναν φαύλο κύκλο ανεκπλήρωτων επιθυμιών.

Παράλληλα, ο ρόλος της τεχνολογίας είναι επίσης κεντρικός για την κατανόηση της κρίσης της υποκειμενικότητας. Ο Καστοριάδης (1978) αναφέρεται στην κυριαρχία της «τεχνοκρατικής λογικής», η οποία αναγάγει όλα τα προβλήματα της κοινωνίας σε τεχνικά ζητήματα, αφαιρώντας έτσι την πολιτική διάσταση των αποφάσεων. Ο πολίτης παύει να συμμετέχει ενεργά στη θέσμιση της κοινωνίας και υποκαθίσταται από δήθεν «ειδικούς».

Οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας (όπως οι αλγοριθμικές πλατφόρμες, η τεχνητή νοημοσύνη κλπ.) έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν την υποκειμενικότητα με τρόπους αδιόρατους. Όπως εύστοχα γράφει η Shoshanna Zuboff (2023), το «καπιταλιστικό σύστημα επιτήρησης» καταγράφει και ελέγχει συνεχώς τις προτιμήσεις των χρηστών μέσω δεδομένων. Έπειτα οι εξειδικευμένοι αλγόριθμοι, βασιζόμενοι στα δεδομένα αυτά, διαμορφώνουν τις επιλογές του υποκειμένου και το κατευθύνουν σε προκαθορισμένα μονοπάτια. Αυτός ο «αλγοριθμικός έλεγχος» συνδέεται με την αλλοτρίωση του υποκειμένου, αφού περιορίζει την ικανότητά του να αυτοκαθορίζεται και να αυτοστοχάζεται.

Tο υπαρξιακό κενό ως κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων

Η κατάρρευση των «μεγάλων αφηγήσεων» στη μετανεωτερικότητα, όπως υποστήριξε ο Lyotard (1994), οδήγησε στην αδυναμία του υποκειμένου να βρει νόημα στη ζωή του. Ο όρος «μεγάλες αφηγήσεις» αναφέρεται στην απώλεια εμπιστοσύνης στα συστήματα νοηματοδότησης που προσέφεραν κατευθυντήριες γραμμές για την κοινωνία και το άτομο. Παραδείγματα τέτοιων αφηγήσεων είναι οι ιδεολογίες του Διαφωτισμού, του Μαρξισμού, αλλά και οι παραδοσιακές θρησκευτικές κοσμοθεωρίες, οι οποίες προέβαλαν συνολικές εξηγήσεις για τη ζωή, την ιστορία και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Αυτές οι μεγάλες αφηγήσεις ήταν για αιώνες το θεμέλιο της υποκειμενικής σταθερότητας. Μέσα από αυτές, το άτομο μπορούσε να βρει έναν σκοπό στη ζωή του, να προσδιορίσει την ταυτότητά του και να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Για παράδειγμα o Διαφωτισμός εισήγαγε την πίστη στην πρόοδο, την ορθολογική σκέψη και την αυτονομία του ατόμου. O Μαρξισμός από τη μεριά του, υποσχέθηκε την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση και την οικοδόμηση μιας δίκαιης αταξικής κοινωνίας. Τέλος, οι θρησκείες έδιναν διαχρονικά μεταφυσικές εξηγήσεις για την ύπαρξη, προσφέροντας παρηγοριά μέσω της πίστης σε μια ανώτερη δύναμη και την υπόσχεση της μετά θάνατον ζωής και ευδαιμονίας.

Ωστόσο, ο Lyotard (1994) υποστηρίζει ότι στη μετανεωτερικότητα, αυτές οι αφηγήσεις έχασαν την αξιοπιστία τους. Η επιστημονική αμφισβήτηση, η φιλοσοφική αποδόμηση (όπως αυτή του Ντεριντά) και η διαπίστωση της πρακτικής αποτυχίας (όπως τα κομμουνιστικά ή τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα), κατέδειξαν ότι οι αφηγήσεις αυτές δεν ήταν τόσο ουδέτερες και αληθείς, όσο παρουσιάζονταν. Η υποτιθέμενη «ουδετερότητα» της επιστήμης αποκαλύφθηκε ως εργαλείο εξουσίας, όπως φάνηκε από την αποικιοκρατία, την τεχνοκρατία και την περιβαλλοντική καταστροφή που προκάλεσε η λογική της ανάπτυξης.

Εάν όμως οι συλλογικές ιστορίες που νοηματοδοτούσαν άλλοτε τη ζωή του ανθρώπου έχουν διαλυθεί, τότε το άτομο καλείται να δημιουργήσει μόνο του το δικό του νόημα. Στη μετανεωτερικότητα, το άτομο αναλαμβάνει τον ρόλο του αυτόνομου κατασκευαστή της ταυτότητάς του, χωρίς όμως να έχει κάποιο σταθερό υπόβαθρο. Σε αυτό το πλαίσιο, το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την αβεβαιότητα, χάνεται μέσα στον πληθωρισμό της πληροφορίας και τελικά, όπως λέει ο Zygmunt Bauman (2013), μετατρέπεται σε «ρευστό υποκείμενο» καταδεικνύοντας ότι η ταυτότητά του μεταβάλλεται συνεχώς ανάλογα με τις συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Το άτομο πλέον αντιλαμβάνεται ότι οφείλει να αναζητήσει ένα εσωτερικό κέντρο βάρους, έναν «εσωτερικό οδηγό», για να αυτοκαθοριστεί. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο έργο. Η αυτονομία του σύγχρονου ατόμου είναι ταυτόχρονα βάρος και πρόκληση, καθώς το υποκείμενο πρέπει να επιλέγει διαρκώς το νόημα της ύπαρξής του. Εκεί που στο παρελθόν, η ταυτότητα του συνδεόταν με σαφείς ρόλους όπως «εργάτης», «χριστιανός», «πολίτης» κλπ., στη μετανεωτερικότητα, το υποκείμενο καλείται να δημιουργεί συνεχώς τον εαυτό του.

Ο Καστοριάδης προσφέρει μια εναλλακτική, αισιόδοξη, προοπτική στην κρίση της υποκειμενικότητας. Ενώ αναγνωρίζει σαφώς την αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων, δεν καταλήγει στον μηδενισμό του Lyotard. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι το υποκείμενο μπορεί να επιτύχει μια ριζική αυτονομία, δημιουργώντας τις δικές του αξίες μέσω της συλλογικής αυτοθέσμισης (Καστοριάδης, 1978). Ο στοχαστής υποστηρίζει ότι το υποκείμενο πρέπει να πάψει να βασίζεται σε προκατασκευασμένες αφηγήσεις και να γίνει το ίδιος συν-δημιουργός της κοινωνίας και της ταυτότητάς του. Η δυνατότητα αυτή όμως απαιτεί μια ριζική αλλαγή του ανθρωπολογικού τύπου, δηλαδή την εμφάνιση ενός αυτόνομου ανθρώπου∙ όχι ως ένα ιδανικό ή αφηρημένο υποκείμενο, αλλά ως ένα υπαρκτό και ιστορικά ενδεχόμενο πρόταγμα, το οποίο πηγάζει από την ίδια τη δυνατότητα της κοινωνικής αυτοθέσμισης.

Η ανάγκη για έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο

Η ανάγκη, λοιπόν, για έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο συνδέεται, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, με την παρακμή των ετερόνομων κοινωνιών, όπου τα υποκείμενα λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες νόμων, αξιών και θεσμών. Σε αντίθεση με αυτό το πρότυπο, ο αυτόνομος άνθρωπος καλείται να υπερβεί την ετερονομία και να συμμετάσχει ενεργά στη θέσμιση της κοινωνίας του, μέσα από την πράξη της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Υφίσταται ως το υποκείμενο που καθορίζει ο ίδιος τους νόμους του βίου του, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Δεν ακολουθεί «άνωθεν» εντολές, ούτε αποδέχεται ανεξέταστα τις υπάρχουσες κοινωνικές σημασίες. Αντίθετα, μετέχει στην κοινή πράξη της αυτοθέσμισης, δηλαδή στη διαρκή αναθεώρηση και θέσμιση των κανόνων, των αξιών και των πρακτικών που διέπουν την κοινωνική ζωή (Καστοριάδης, 1978).

Αυτός ο νέος ανθρωπολογικός τύπος απαιτεί την ανάπτυξη ενός νέου ήθους, το οποίο διαφοροποιείται ριζικά από το ήθος του καταναλωτή, του υπάκουου υπηκόου ή του τεχνοκράτη που κυριαρχούν στη σύγχρονη κοινωνία. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η ικανότητα της κριτικής αυτοεξέτασης και αναστοχασμού των κοινωνικών πρακτικών και αξιών, η δυνατότητα του αυτοκαθορισμού, η συμμετοχή στη συλλογική διαδικασία και τελικά απόρριψη της ετερονομίας, δηλαδή η απόρριψη της παθητικής υποταγής σε εξωτερικές δυνάμεις, όπως το κράτος, η αγορά, η επιστήμη και οι θρησκευτικές εξουσίες. Χωρίς ριζικά αυτόνομα άτομα, η συλλογική αυτονομία καθίσταται αδύνατη, αφού οι πολίτες χρειάζονται ικανότητα κριτικής σκέψης και συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.

Ο νέος ανθρωπολογικός τύπος είναι, λοιπόν, το υποκείμενο της άμεσης δημοκρατίας. Ερχόμενος σε ρήξη με τα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά και κοινοβουλευτικά πολιτεύματα που βασίζονται στον αποκλεισμό του πολίτη από την άμεση θέσμιση – και τα οποία εσφαλμένα αποκαλούνται δημοκρατίες αφού οι πολίτες συμμετέχουν μόνο μέσω της ψήφου, ενώ οι θεσμοί και οι κανόνες θεσπίζονται από επαγγελματίες πολιτικούς και τεχνοκράτες – ο ριζικά αυτόνομος άνθρωπος, δεν αποδέχεται αυτή τη θέση και επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή του στην πολιτική διαδικασία. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο καπιταλιστικό ανθρωπολογικό τύπο του ανταγωνισμού και της ατομικότητας, ο αυτόνομος άνθρωπος επιδιώκει τη συνεργασία και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Η συμμετοχή του στις συλλογικές διαδικασίες δεν είναι μόνο πολιτική πράξη, αλλά και πράξη νοηματοδότησης της ζωής του.

Ο Συλλογικός Υπεράνθρωπος;

Η έννοια του «αυτόνομου ανθρώπου» που προτείνει ο Καστοριάδης μπορεί να θεωρηθεί ως μια συλλογική επανερμηνεία του Υπερανθρώπου του Φρίντριχ Νίτσε. Μια φιλοσοφική μετατόπιση που αναδεικνύει τον ρόλο της συλλογικής δημιουργίας στη συγκρότηση της αυτονομίας του υποκειμένου. Ο Υπεράνθρωπος, όπως εισάγεται από τον Νίτσε, είναι η προσωποποίηση της δημιουργικής δύναμης που αναδύεται μέσα από την κατάρρευση της μεταφυσικής τάξης και την αναγνώριση του «θανάτου του Θεού» (Nietzsche, 1883/1995). Απορρίπτοντας τη μνησικακία και τη δουλική ηθική της χριστιανικής παράδοσης, ο Νίτσε προτείνει έναν τύπο ανθρώπου που δημιουργεί νέες αξίες και ενσαρκώνει τη βούληση για δύναμη, ζώντας πέρα από την αντίθεση καλού και κακού (Reginster, 2006). Στην έννοια του Υπερανθρώπου όμως, η αυτονομία είναι απόλυτα ατομική, αντλώντας τη δύναμή της από την ατομική βούληση και την υπέρβαση του μηδενισμού, χωρίς να απαιτεί συλλογική αναγνώριση ή συμμετοχή.

Αντίθετα, ο Καστοριάδης, μέσα από το έργο του προτείνει ένα ριζικά διαφορετικό πρόταγμα για την αυτονομία. Για τον ίδιο, η αυτονομία δεν είναι μια ατομική κατάσταση αλλά μια συλλογική διαδικασία. Ο αυτόνομος άνθρωπος νοηματοδοτείται και υπάρχει μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει τη δυνατότητά της να δημιουργεί και να μετασχηματίζει τους θεσμούς και τις σημασίες της, μέσω του κοινωνικού φαντασιακού (Καστοριάδης, 1978). Η αυτονομία, εδώ, δεν είναι ατομική υπέρβαση των κοινωνικών ορίων, αλλά συλλογική ικανότητα να αναγνωρίζονται οι θεσμίσεις ως ανθρώπινες δημιουργίες και να υποβάλλονται σε αναστοχαστική κριτική.

Αυτό που καθιστά το αυτόνομο υποκείμενο μια συλλογική επανερμηνεία του Υπερανθρώπου είναι η απόρριψη της μοναχικότητας και της αποστασιοποίησης από την κοινωνία, χαρακτηριστικά που διαπερνούν σαφώς τη νιτσεϊκή θεώρηση. Ο Υπεράνθρωπος ενσαρκώνει μια απόλυτη αυτονομία που δεν χρειάζεται τη συλλογικότητα για να δημιουργήσει νέες αξίες. Αντίθετα, ο Καστοριάδης τοποθετεί την αυτονομία στο πεδίο της κοινωνικής φαντασίας, μια διαδικασία όπου το νόημα και οι αξίες παράγονται μέσω του συλλογικού διαλόγου και της συμμετοχικής δράσης (Arnason, 2001).

Παράλληλα, η φιλοσοφική διάσταση της υπέρβασης διαφοροποιεί τις δύο προσεγγίσεις. Στον Νίτσε, η υπέρβαση των παραδοσιακών αξιών και θεσμών είναι το αποτέλεσμα της ατομικής βούλησης για δύναμη, η οποία καθοδηγείται από την προσωπική ανάγκη για δημιουργία νοήματος. Στον Καστοριάδη, η υπέρβαση προκύπτει μέσα από την αναστοχαστική κριτική και τη συλλογική δράση, καθιστώντας την αυτονομία μια διαρκή διαδικασία αμφισβήτησης και αναδημιουργίας των κοινωνικών θεσμίσεων. Εδώ, η δημοκρατία γίνεται ο χώρος μέσα στον οποίο η αυτονομία μπορεί να πραγματωθεί, κάτι που απουσιάζει από τη νιτσεϊκή σκέψη.

Η αντίθεση αυτή, τελικά, αντικατοπτρίζει τη διαφορά ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική διάσταση της αυτονομίας. Ενώ ο Υπεράνθρωπος προτάσσει τη μοναχική υπέρβαση του ανθρώπου που ζει πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις, ο αυτόνομος άνθρωπος εδράζεται στην αναγνώριση της κοινωνίας ως πεδίου δημιουργίας και αμφισβήτησης. Ο Νίτσε απορρίπτει τη συλλογική δράση ως περιοριστική για την ατομική δημιουργικότητα, ενώ ο Καστοριάδης την εντάσσει ως προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη της αυτονομίας. Η σκέψη του Καστοριάδη αναδεικνύει τη σημασία της δημοκρατικής διαδικασίας, του διαλόγου και της κοινωνικής φαντασίας στη συγκρότηση της ανθρώπινης ελευθερίας, προτείνοντας έναν τρόπο κατανόησης της αυτονομίας που αναγνωρίζει την αναστοχαστική ικανότητα της κοινωνίας ως θεμελιώδη για την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Τελικά, οι ιδέες του Καστοριάδη προσδίδουν μια αισιόδοξη προοπτική σε ένα κατά τα άλλα ζοφερό τοπίο.

Εν κατακλείδι

Ενώ η μετανεωτερική εποχή αναδεικνύει την αποδόμηση των σταθερών ταυτοτήτων και αφηγήσεων, αυτή η ρευστότητα μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου. Η μετάβαση από την ετερονομία στην αυτονομία, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, απαιτεί μια αλλαγή παραδείγματος στην αντίληψη του εαυτού και της κοινωνίας. Η δυνατότητα για ριζική αυτονομία και αυτοθέσμιση είναι μεν υπαρκτή, αλλά απαιτεί μια βαθιά μεταμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης και πράξης. Ο νέος ανθρωπολογικός τύπος που πρέπει να αναδυθεί, ο αυτόνομος άνθρωπος, ενσαρκώνει αυτήν την πρόκληση, συνδέοντας την ατομική αυτογνωσία με τη συλλογική πράξη.

Η υπέρβαση της κρίσης της υποκειμενικότητας, συνεπώς, δεν έγκειται στην επιστροφή σε παραδοσιακές αφηγήσεις ή στην απόλυτη νιτσεϊκή ατομικότητα, αλλά στην ανάπτυξη μιας νέας ποιότητας που συνδυάζει την κριτική σκέψη, τη συλλογικότητα και τη δημιουργικότητα. Η σύγχρονη κρίση νοήματος, αν και επίπονη, μπορεί διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο για μια πιο ουσιαστική και αυθεντική ύπαρξη τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

 

Βιβλιογραφία

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.

Arnason, J. P. (2001). The Imaginary Constitution of Modernity: Cornelius Castoriadis. European Journal of Social Theory, 4(4), 351–364.

Bauman, Z. (2013). Liquid modernity.

Debord, G. (2016). Η Κοινωνία του Θεάματος.

Lyotard, J. F. (1994). The postmodern condition. The postmodern turn: new perspectives on modern theory, 27-38.

Nietzsche, F. (1883/2008). Τάδε έφη Ζαρατούστρα.

Reginster, B. (2006). The Affirmation of Life: Nietzsche on Overcoming Nihilism.

Zuboff, S. (2023). The age of surveillance capitalism. In Social theory re-wired (pp. 203-213).

 

Δείτε ακόμα: 

Μια Ντελεζιανή προσέγγιση περί Ταυτότητας και Γίγνεσθαι

Φρίντριχ Νίτσε & Ηθική

 

Η μεταμοντέρνα κρίση της υποκειμενικότητας. Το “Εγώ” χαμένο στον λαβύρινθο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω