Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη
Εισαγωγή
Η ελεύθερη βούληση είναι μια θεματική η οποία απασχολεί τη φιλοσοφική συζήτηση εδώ και αιώνες. Οι έννοιες της αυτονομίας και της ετερονομίας της βούλησης έχουν αναδειχθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια (βλ. ιστορία του Οιδίποδα) ως θεμελιώδη ζητήματα σε συζητήσεις γύρω από την ηθική, την ηθική φιλοσοφία και την ανθρώπινη ελεύθερη – ή μη – δράση. Ο Immanuel Kant, μια κομβική φυσιογνωμία της γερμανικής φιλοσοφίας του 18ου αιώνα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος του 20ου αιώνα, συνέβαλαν ο καθένας με ξεχωριστές προοπτικές σε αυτές τις φιλοσοφικές συζητήσεις, βοηθώντας μας να ρίξουμε φως στην περίπλοκη φύση της ανθρώπινης βούλησης.
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού του Immanuel Kant, όπως διατυπώνεται στο σημαντικό έργο του «Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών» προσδίδει μεγάλη βαρύτητα στην έννοια της αυτονομίας. Σύμφωνα με τον Kant (1984), η αυτονομία αναφέρεται στην εγγενή ικανότητα των λογικών υποκειμένων να ορίζουν ηθικές αρχές για τον εαυτό τους, απαλλαγμένοι από εξωτερικές επιρροές. Η αντιπαράθεση αυτονομίας και ετερονομίας, στο πλαίσιο του Kant, οριοθετεί την αντίθεση μεταξύ της «αυτό-νομοθέτησης» που καθοδηγείται από τη λογική από τη μία και του εξωτερικού προσδιορισμού της βούλησης λόγω μιας σειράς παραγόντων από την άλλη.
Ο Καστοριάδης, από τη μεριά του, επέκτεινε τον λόγο για την αυτονομία πέρα από την ατομική σφαίρα, ενσωματώνοντας κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Η έννοια της φαντασιακής θέσμισης, που εισήγαγε στο μνημειώδες έργο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», θέτει την αυτονομία ως μια συλλογική και δυναμική διαδικασία αυτοθέσμισης από τις κοινωνίες. Εδώ, η αυτονομία περιλαμβάνει τη συνεχή δέσμευση των ατόμων στη διαμόρφωση των συλλογικών φαντασιακών, αμφισβητώντας τις συμβατικές απόψεις της ετερόνομης επιβολής και υπογραμμίζοντας τον κεντρικό ρόλο της ανθρώπινης δημιουργικότητας στη διαμόρφωση των κοινωνικών νοημάτων (Καστοριάδης, 1978).
Εξετάζοντας τις προοπτικές των δύο στοχαστών, στοχεύουμε στο να ξεδιαλύνουμε την περιπλοκότητα που περιβάλλει την ανθρώπινη δράση και τη δυναμική μεταξύ του ατομικού ορθολογισμού και των κοινωνικών επιρροών. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε να συμβάλουμε στην κατανόηση των φιλοσοφικών θεμελίων που διέπουν τη βούληση και τις εκδηλώσεις της στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
1. Η προοπτική του Immanuel Kant & η Καντιανή κατηγορική προστακτική
Στον πυρήνα της σκέψης του Kant βρίσκεται η έννοια της κατηγορικής προστακτικής, αρχής που λειτουργεί ως καθολικός ηθικός νόμος που προέρχεται από τη λογική (Kant, 1984). Η κατηγορική προστακτική, όπως διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο, απαιτεί από τα άτομα να ενεργούν σύμφωνα με αρχές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με συνέπεια ως κάποιος παγκόσμιος νόμος. Έτσι, η αυτονομία – μέσα στο καντιανό πλαίσιο – επιτυγχάνεται όταν τα άτομα ενεργούν σύμφωνα με την κατηγορική προστακτική, με γνώμονα δηλαδή τις ορθολογικές αρχές που έχουν καθολική εφαρμογή.
Η κατηγορική προστακτική χρησιμεύει ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της ηθικής αξίας μιας πράξης. Για τον Kant (1984), η ηθική μιας πράξης δεν εξαρτάται από τις συνέπειές της, αλλά μάλλον από την πρόθεση πίσω από αυτήν και τη συμμόρφωσή της με τις καθολικές αρχές της κατηγορικής προστακτικής. Αυτή η έμφαση στην ορθολογική διατύπωση των ηθικών αρχών υπογραμμίζει το όραμα του Kant για την αυτονομία ως ικανότητα βούλησης σύμφωνα με παγκόσμιους νόμους που προέρχονται από την ίδια τη λογική.
Διακρίνοντας την αυτονομία από την ετερονομία, ο Kant σκιαγραφεί μια θεμελιώδη διχοτόμηση που ορίζει τη φύση της ανθρώπινης βούλησης. Η αυτονομία, για τον ίδιο, όπως αναφέραμε στην εισαγωγή περιλαμβάνει την ικανότητα των λογικών υποκειμένων να θέτουν ηθικές αρχές για τον εαυτό τους (Kant, 1984). Με άλλα λόγια, είναι η ικανότητα να ενεργείς σύμφωνα με αυτό-επιβαλλόμενους, ορθολογικούς νόμους αντί να καθορίζεσαι από εξωτερικούς παράγοντες. Αντίθετα, η ετερονομία αντιπροσωπεύει μια κατάσταση στην οποία η βούληση καθορίζεται από εξωτερικές επιρροές όπως επιθυμίες, κλίσεις ή κοινωνικά πρότυπα.
Ο Kant υποστηρίζει επιπλέον ότι η ηθική αξία μιας πράξης έγκειται στην αυτονομία της. Έτσι, στο καντιανό πλαίσιο, οι ετερόνομες ενέργειες, θεωρούνται λιγότερο σημαντικές ηθικά. Κεντρική θέση στην φιλοσοφία του έχει επίσης η ιδέα του ηθικού καθήκοντος και η έννοια της καθολικότητας. Αυτή η επιμονή στην καθολικότητα ευθυγραμμίζεται με την αυτονομία της βούλησης, καθώς οι ηθικές αρχές πρέπει να είναι εφαρμόσιμες σε όλα τα λογικά υποκείμενα, αντανακλώντας την ιδέα ενός αυτό-επιβαλλόμενου, καθολικά έγκυρου νόμου.
Συνοψίζοντας, η οπτική του Kant για την αυτονομία της βούλησης περιστρέφεται γύρω από την κατηγορική προστακτική, η οποία απαιτεί από τα υποκείμενα να ενεργούν σύμφωνα με καθολικές αρχές που προέρχονται από τη λογική. Η αυτονομία, όπως την οραματίστηκε ο φιλόσοφος, στηρίζεται στην ικανότητα να θέτει κανείς ηθικές αρχές για τον εαυτό του με βάση τη λογική σκέψη, διακρίνοντάς την έτσι από την ετερονομία, όπου η βούληση καθορίζεται από εξωτερικές επιρροές.
2. Η προοπτική του Κορνήλιου Καστοριάδη & η φαντασιακή θέσμιση
Ο Καστοριάδης από την άλλη, εισάγει την έννοια του κοινωνικού φαντασιακού, τονίζοντας τη συλλογική και δημιουργική ικανότητα των ατόμων μέσα σε μια κοινωνία να φαντάζονται και να κατασκευάζουν το νόημα και τη δομή του κοινωνικού τους κόσμου (Καστοριάδης, 1978). Σε αντίθεση με την έμφαση που δίνει ο Kant στις ορθολογικές αρχές που καθοδηγούν την ατομική αυτονομία, ο Καστοριάδης επεκτείνει την αυτονομία για να συμπεριλάβει μια συλλογική διάσταση. Η αυτονομία, στο πλαίσιο του Καστοριάδη, δεν είναι απλώς η ανεξαρτησία της ατομικής βούλησης, αλλά αντίθετα περιλαμβάνει τη συνεχή, συμμετοχική διαδικασία της κοινωνικής αυτο-θέσμισης.
Αυτό το κοινωνικό φαντασιακό, όπως περιγράφεται από τον Καστοριάδη, είναι ο δυναμικός χώρος όπου οι κοινωνίες εμπλέκονται ενεργά στη συνεχή δημιουργία και αναδημιουργία των αξιών, των κανόνων και των θεσμών τους. Η αυτονομία, σε αυτό το πλαίσιο, εκφράζεται μέσω της συλλογικής προσπάθειας για ενεργή διαμόρφωση και διακυβέρνηση του κοινωνικού τοπίου αντί της προσκόλλησης σε εξωτερικά επιβεβλημένες δομές (ετερονομίες).
Ο Καστοριάδης (1978) τονίζει επιπλέον την κοινωνικο-ιστορική διάσταση της αυτονομίας, υποστηρίζοντας ότι οι κοινωνίες διαθέτουν την εγγενή ικανότητα να θεσμοθετούνται και να επανιδρύονται με την πάροδο του χρόνου. Σε αντίθεση με τη στατική αντίληψη του Kant για την ατομική αυτονομία, ο Καστοριάδης οραματίζεται την αυτονομία ως μια δυναμική και εξελισσόμενη διαδικασία. Οι κοινωνίες, σύμφωνα με τον Έλληνα φιλόσοφο, συμμετέχουν ενεργά στο διαρκές εγχείρημα της αυτό-δημιουργίας, αμφισβητώντας τις ντετερμινιστικές απόψεις για την κοινωνική αναπαραγωγή. Η κοινωνικο-ιστορική διάσταση υποδηλώνει ότι η αυτονομία δεν είναι μια προκαθορισμένη κατάσταση, αλλά μια ανοιχτή, ακαθόριστη διαδικασία όπου τα υποκείμενα συμβάλλουν συνεχώς στη διαμόρφωση της συλλογικής τους ύπαρξης. Η αυτονομία, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι κάτι σταθερό και αμετάβλητο, αλλά μια συνεχής δημιουργική προσπάθεια.
Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Καστοριάδη κατέχει λοιπόν ο ισχυρός δεσμός μεταξύ αυτονομίας και δημιουργικότητας, καθώς η πρώτη, είναι περίπλοκα συνδεδεμένη με την ικανότητα των υποκειμένων να δημιουργούν μέσα σε μια κοινωνία. Με τη συνεχή δημιουργία κοινωνικών μορφών, κανόνων και νοημάτων, τα υποκείμενα ασκούν την αυτονομία τους και συμβάλλουν με τον τρόπο αυτόν στη συνεχιζόμενη φαντασιακή κατασκευή του κοινωνικού κόσμου (Καστοριάδης, 1978). Η δημιουργικότητα, κατά την άποψη του Καστοριάδη, είναι έτσι μια θεμελιώδης έκφραση της αυτονομίας. Δίνει τη δυνατότητα στις κοινωνίες να αντισταθούν στη στασιμότητα, να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να ανταποκριθούν στις αναδυόμενες προκλήσεις. Δεν είναι δηλαδή μια παθητική προσήλωση σε προϋπάρχουσες νόρμες, αλλά αντίθετα αποτελεί μια ενεργή εμπλοκή στη φαντασιακή δημιουργία των κοινωνικών δομών.
Συμπερασματικά, η οπτική του Καστοριάδη για την αυτονομία αποτελεί μια ρητή απόκλιση από τις παραδοσιακές απόψεις. Η έννοια της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας εισάγει μια συλλογική και δυναμική διάσταση στην αυτονομία, δίνοντας έμφαση στη συνεχή δημιουργική ενασχόληση των ατόμων στη διαμόρφωση της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Η φιλοσοφία του Καστοριάδη μας προκαλεί να επανεκτιμήσουμε την έννοια της καντιανής αυτονομίας, προτρέποντάς μας να εξετάσουμε τις κοινωνικές, ιστορικές και δημιουργικές πτυχές που συμβάλλουν στη συνεχιζόμενη διαδικασία της αυτοθέσμισης.
3. Έχουμε τελικά ελεύθερη βούληση;
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Kant βεβαιώνει την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης στο πλαίσιο της ηθικής του φιλοσοφίας, αφού την βλέπει στενά συνδεδεμένη με την έννοια της αυτονομίας. Εφόσον τα υποκείμενα διαθέτουν την ικανότητα για ηθική αυτονομία, τότε με βάση τη λογική σκέψη, δεν μπορεί παρά να διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, αυτή η ικανότητα ηθικής αυτονομίας είναι που συνιστά την αληθινή ελευθερία (Kant, 1984). Παρά τις εξωτερικές επιρροές δηλαδή, τα υποκείμενα έχουν τη δύναμη να ενεργούν σύμφωνα με ορθολογικές ηθικές αρχές που απορρέουν από την κατηγορική προστακτική. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, έχουμε μια μορφή ελεύθερης βούλησης, αν και εντός των ορίων των ηθικών περιορισμών.
Ο Καστοριάδης (1978) αναγνωρίζει την ύπαρξη δημιουργικής αυτονομίας μέσα στις κοινωνίες, δίνοντας έμφαση στη συλλογική και ιστορική διάσταση της ανθρώπινης δράσης. Υποστηρίζει έτσι ότι τα άτομα συμμετέχουν ενεργά στη συνεχή διαδικασία της αυτοθέσμισης. Κατά την άποψη του Καστοριάδη, η ελεύθερη βούληση – όπως αυτή γίνεται εμφανής στη διαμόρφωση του κοινωνικού κόσμου – απορρέει από τη δημιουργική αυτή διάσταση της αυτονομίας. Το κοινωνικό φαντασιακό, είναι τρανή απόδειξη της ελεύθερης βούλησης των υποκειμένων.
Ενώ τόσο ο Kant, όσο και ο Καστοριάδης συνεισφέρουν πολύτιμες γνώσεις στην κατανόηση της ανθρώπινης δράσης και της αυτονομίας, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης παραμένει αντικείμενο φιλοσοφικής και επιστημονικής συζήτησης. Επιπλέον, παράγοντες όπως ο ντετερμινισμός (αιτιοκρατία), δηλαδή η αποδοχή ύπαρξης μιας καθολικής αιτιώδους και νομοτελειακής συνάφειας όλων των φαινομένων, οι κοινωνικές επιρροές και οι περιορισμοί της ανθρώπινης ορθολογικότητας περιπλέκουν την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε για παράδειγμα, τις σύγχρονες επιστημονικές συζητήσεις και ειδικότερα αυτές της νευροεπιστήμης, οι οποίες συνεχίζουν να διερευνούν τη συμβατότητα της ελεύθερης βούλησης με την αιτιοκρατία.
Συμπέρασμα
Συγκρίνοντας τις φιλοσοφικές προοπτικές του Immanuel Kant και του Κορνήλιου Καστοριάδη, γίνεται φανερό ότι και οι δύο στοχαστές προσφέρουν διακριτές αλλά συμπληρωματικές γνώσεις για τη φύση της ανθρώπινης δράσης, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δυναμικής που διαμορφώνουν το ηθικό μας τοπίο. Ωστόσο, είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μας να σημειωθεί ότι η αντίληψη του Καστοριάδη για την αυτονομία είναι πολύ πιο συλλογική και δυναμική από την ατομικιστική οπτική του Kant.
Η έμφαση του Kant στην ατομική αυτονομία επικεντρώνεται γύρω από την ορθολογική διατύπωση των ηθικών αρχών, όπως εκδηλώνεται στην κατηγορική προστακτική. Με την έμφαση που δίνει στις καθολικές αρχές και το ηθικό καθήκον, ο Kant, παρέχει ένα ισχυρό πλαίσιο για την κατανόηση της ατομικής ηθικής δράσης μέσα σε ένα ορθολογικό πλαίσιο.
Από την άλλη, ο Καστοριάδης πλαταίνει την υπόθεση της αυτονομίας εισάγοντας την έννοια της φαντασιακής θέσμισης. Ο φιλόσοφος οραματίζεται την αυτονομία ως μια συλλογική και δυναμική διαδικασία, δίνοντας έμφαση στον συνεχή αναστοχασμό και στην διαρκή αναδημιουργία κοινωνικών αξιών, κανόνων και θεσμών. Η κοινωνικο-ιστορική διάσταση της αυτονομίας, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, υπογραμμίζει την ενεργό συμμετοχή των ατόμων στη διαμόρφωση της συλλογικής τους ύπαρξης μέσα από τις φαντασιακές δημιουργικές τους προσπάθειες.
Εν κατακλείδι, ενώ η εστίαση του Kant στην ατομική αυτονομία παρέχει ένα αρχικό πλαίσιο για την κατανόηση της ηθικής λήψης αποφάσεων και της προσωπικής ευθύνης, ο Καστοριάδης εμπλουτίζει τη συζήτηση ενσωματώνοντας τις κοινωνικές και ιστορικές διαστάσεις της αυτονομίας και μας καλεί να αναγνωρίσουμε την αυτονομία ως μια συλλογική προσπάθεια, όπου τα άτομα συμβάλλουν ενεργά στη συνεχή οικοδόμηση των κοινωνικών δομών. Ειδικότερα, αναφορικά με την ελεύθερη βούληση, σύμφωνα με τον Kant, τα άτομα έχουν μια μορφή ελεύθερης βούλησης που εκδηλώνεται μέσω της ηθικής αυτονομίας, ενώ ο Καστοριάδης εισάγει αυτή την ευρύτερη προοπτική δίνοντας έμφαση στη συλλογική και δημιουργική αυτονομία εντός των κοινωνιών, η οποία συνεπάγεται φυσικά ελεύθερη βούληση, μακριά από ετερονομίες. Ο βαθμός στον οποίο τελικά αυτές οι έννοιες ευθυγραμμίζονται με την έννοια της ελεύθερης βούλησης εξαρτάται από τη φιλοσοφική στάση και την ερμηνεία αυτών των θεωριών στο πλαίσιο ευρύτερων συζητήσεων για τον ντετερμινισμό και την ανθρώπινη δράση.
Βιβλιογραφία
Kant, I. (1984). Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών. Αθήνα: ΔΩΔΩΝΗ.
Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.
Μια σκέψη στο “Ελεύθερη βούληση: Από τον Kant στον Καστοριάδη”