Η 15η Μαρτίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Αστυνομικής Βαρβαρότητας το 1997, με πρωτοβουλία αναρχικών οργανώσεων της Ελβετίας. Αφορμή αποτέλεσε ο ξυλοδαρμός δύο παιδιών ηλικίας 11 και 12 ετών (!) από αστυνομικούς.
Είναι ανατριχιαστικό και μόνο στη σκέψη, ότι ένοπλοι ενήλικες έσπασαν στο ξύλο 2 μικρά παιδιά στην Ελβετία, όμως και στην Ελλάδα δεν έχουμε λόγο να παραπονιόμαστε. Η αστυνομική βαρβαρότητα ξεδιπλώνεται ανά τα χρόνια σε όλες της τις εκφάνσεις. Από τραμπουκισμούς και εξευτελιστικούς σωματικούς ελέγχους στον δρόμο, μέχρι ξυλοδαρμούς, σεξιστικές συμπεριφορές, αναίτιες συλλήψεις, βασανιστήρια και εν τέλει δολοφονίες.
Όποιος έχει διαβάσει τους Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, μπορεί να καταλάβει πολλά για την αστυνομική βαρβαρότητα και το μέγεθος της βιαιότητας του κράτους, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα “όργανα προστασίας του πολίτη”. Και ας μην έχουμε αυταπάτες, αυτά δεν ήταν ένα υποπροϊόν της χούντας μονάχα. Δεν ξεχνάμε το ξύλο που έχει πέσει σε φοιτητές, συνταξιούχους, εργαζόμενους κλπ και φυσικά δεν ξεχνάμε και την τρομερή λίστα νεκρών. Σιδερής Ισιδωρόπουλος, Ιάκωβος Κουμής, Σταματίνα Κανελλοπούλου, Μιχάλης Καλτεζάς, Αυγουστίνος Δημητρίου, Αλέξης Γρηγορόπουλος, Ζακ Κωστόπουλος, αλλά και Ηρακλής Μαραγκάκης, Αποστόλης Κεραμιδάς, Βασίλης Μάγγος, Κώστας Μανιουδάκης και πόσοι άλλοι.
Η αστυνομία ως θεσμός αυτού που ονομάζεται σήμερα δημοκρατική κοινωνία, έχει υποτίθεται ως πρωταρχικό σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της τάξης, τη διαφύλαξη της δικαιοσύνης και εν τέλει τη συμφιλίωση των πολιτών. Δηλαδή ο αστυνομικός καθίσταται περισσότερο σαν μια μορφή κοινωνικού παρατηρητή, παρά ως “φύλακας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης”. Ο “σωστός αστυνομικός” δεν απομονώνεται από τον πολίτη, αλλά ορθά ενταγμένος στον κοινωνικό ιστό της περιοχής όπου υπηρετεί, δρα ως διαμεσολαβητής στις διανθρώπινες συγκρούσεις.
Αυτό οπωσδήποτε αποτελεί ένα τεράστιο, τραγικό ψέμα. Μια τρομερή αφαίρεση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις – όπως η εμπειρία μας έχει διδάξει – ο αστυνομικός αποτελεί την ίδια την αιτία της κοινωνικής αναταραχής. Είναι ο ίδιος ο φορέας του προβλήματος του κοινωνικού διχασμού. Είναι αυτός που με την κατάχρηση της ήδη διευρυμένης εξουσίας του, τοποθετείται στον ρόλο του εξουσιαστή και επιβάλλει μέσω της θεσμισμένης ιεράρχησης, μια κυριαρχία επάνω στο κοινωνικό σύνολο, η οποία καταστρέφει τα όποια ψήγματα αληθινής δημοκρατίας έχουν παραμείνει στο πολίτευμα.
Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία, η αστυνομία αποτελεί ένα όργανο της ίδιας της κοινωνίας το οποίο υποπίπτει στην αντινομία να στέκεται ιεραρχικά πάνω από την κοινωνία. Ο χειρότερος αστυνομικός έχει περισσότερο κύρος από τον οποιοδήποτε απλό πολίτη. Η κυριαρχία δε αυτή, έρχεται απροκάλυπτα, ακόμη και επικοινωνιακά, με όρους απαξίωσης. Δεν ξεχνάμε δηλώσεις όπως αυτή του αντιπρόεδρου της ΠΟΑΣΥ που σαν σήμερα πριν 3 χρόνια έλεγε “Για τρεις γκλοπιές στη Νέα Σμύρνη απολογούμαστε γονατιστοί σε όλο το απλυταριό“.
Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν. Έτσι έχει μάθει το μέσο “όργανο της τάξης” να βλέπει τον νέο άνθρωπο που αντιστέκεται ή που απλά βρίσκεται σε μια πλατεία. Άπλυτο, ναρκομανή, αριστερό, αναρχικό. Φτωχό τεμπέλη που περιμένει από τη μαμά του ένα εικοσάρικο για να πιεί κανένα τσιγάρο.
Η πραγματικότητα είναι πως η αποκαλούμενη δικαιοσύνη, της οποίας αποτελούν φύλακες, έρχεται από άλλες εποχές, ως ένα απομεινάρι της δουλοπαροικίας, η οποία βασίζεται – για το συμφέρον των προνομιούχων τάξεων – στον Ρωμαϊκό νόμο και στις ιδέες της θείας Εκδίκησης. Στην ιστορία των κοινωνιών, η οργάνωση της Εκδίκησης με το όνομα της Δικαιοσύνης γειτονεύει με το Κράτος. Το ένα συνεπάγεται το άλλο, γεννήθηκαν μαζί, άκμασαν μαζί και θα παρακμάσουν μαζί.
Οποιαδήποτε κοινωνία λοιπόν που πρόκειται να εμφανιστεί και η οποία θέλει να στοχεύει στην εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην πραγματική Δικαιοσύνη, την ισονομία και εν τέλει στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, θα καταλήξει αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι είναι παράλογο να διατηρεί οποιοδήποτε σωφρονιστικό όργανο, καθώς αυτό οδηγεί πάντοτε στην αστυνομική βαρβαρότητα.
Ο τρόπος για το πως θα υπάρχουμε χωρίς την αστυνομία, βρίσκεται στην εθελοντική διαιτησία, στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης, στα ισχυρά εκπαιδευτικά μέσα που θα έχει μια κοινωνία, η οποία δεν θα αφήνει στον αστυνομικό τη φροντίδα της δημόσιας ηθικής της, αλλά θα αναστοχάζεται την ίδια της τη θέσμιση και θα λειτουργεί με τον πιο ελευθεριακό τρόπο, δηλαδή αμεσοδημοκρατικά και κατά περίπτωση.
Μπορεί να έχουμε δρόμο ακόμα μπροστά μας, αλλά δεν είμαστε μακριά από αυτό. Τα δείγματα χειραφέτησης ολοένα και πληθαίνουν.
Όπως γράφει ο Καστοριάδης (1978) “Η αναγκαστικά διπλή αυταπάτη της κλειστής θεωρίας είναι ότι ο κόσμος έχει γίνει ήδη από πάντα, και ότι η κλειστή σκέψη μπορεί να τον συλλάβει. Η κεντρική όμως ιδέα της επανάστασης είναι ότι η ανθρωπότητα έχει μπροστά της ένα πραγματικό μέλλον, και ότι αυτό το μέλλον δεν πρέπει μόνο να το σκεφθούμε, αλλά και να το φτιάξουμε“.
Πηγές
Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.